ὑποπίνω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ῑ],
A drink a little, drink moderately, μηκέθ' οὕτω.. Σκυθικὴν πόσιν.. μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Anacr.63.11; ὑποπεπώκαμεν Ar.Fr.496; μετρίως ὑ. Pl.R. 372d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex.286, cf. Antiph.271.
2 drink at dessert, Ar.Av.494 (anap.), Pherecr.153.5 (hex.), X.Cyr.8.4.9, etc.
3 ὑποπεπωκώς rather tipsy, Ar.Pax874, Lys.395, X.An.7.3.29.
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πίνω), ein wenig od. allmälig trinken, dah. auch lange forttrinken, sich berauschen; Plat. Lys. 223 b; Xen. Cyr. 8, 4,9; Ar. Av. 497; ὑποπεπωκυῖα Lys. 395, wo der Schol. es durch μεθύσκεσθαι erkl.; ἤδη γὰρ ὑποπεπωκὼς ἔτυχεν, er war schon etwas angetrunken, Xen. An. 7, 2,29; Hell. 5, 4,40 u. öfter; vgl. Mehlhorn zu Anacr. 61, 11; dazu trinken, μετρίως Plat. Rep. II, 372 b.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποπίομαι, pf. ὑποπέπωκα, etc.
1 boire modérément;
2 boire fréquemment ; s'enivrer.
Étymologie: ὑπό, πίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπίνω: (ῑ) немного пить, выпивать Anacr., Arph.: μετρίως ὑ. Plat., Plut. пить в меру; ἤδη ὑποπεπωκὼς ἐτύγχανεν Xen. он уже немного выпил.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω ὀλίγον, πίνω μετρίως πως, (δηλ. οἶνον), Λατιν. subbibere (Sueton.), μηκέθ’ οὕτω... Σκυθικὴν πόσιν... μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Ἀνακρ. 63· ὑποπεπώκαμεν, «ἐτσούξαμεν ὀλίγον», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428· μετρίως ὑπ. Πλάτ. Πολ. 372D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 23. 2) πίνω βραδέως, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ πίνων ἀπὸ ὀλίγον, κοινῶς «σιγοπίνω», «κουτσοπίνω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 494, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 5, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 9, κλπ. 3) ὑποπεπωκώς, ὀλίγον τι μεθυσμένος, «πιωμένος», Ἀριστοφ. Εἰρ. 874, Λυσ. 395, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 29.
Greek Monolingual
Α πίνω
1. πίνω λίγο
2. πίνω σιγά σιγά και για πολλή ώρα ως επιδόρπιο
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑποπεπωκώς
ελαφρώς μεθυσμένος.
Greek Monotonic
ὑποπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έπινον, παρακ. ὑποπέπωκα,
1. πίνω λιγάκι, πίνω με μέτρο, σε Πλάτ.
2. πίνω αργά αργά, εξακολουθώ να πίνω, σε Αριστοφ., Ξεν.
3. ὑπο-πεπωκώς, ο κάπως μεθυσμένος, πιωμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. -πίομαι aor2 ὑπ-έπινον perf. ὑποπέπωκα
1. to drink a little, drink moderately, Plat.
2. to drink slowly, go on drinking, Ar., Xen.
3. ὑπο-πεπωκώς rather tipsy, Ar., Xen.