ὑπανίημι

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανίημι Medium diacritics: ὑπανίημι Low diacritics: υπανίημι Capitals: ΥΠΑΝΙΗΜΙ
Transliteration A: hypaníēmi Transliteration B: hypaniēmi Transliteration C: ypaniimi Beta Code: u(pani/hmi

English (LSJ)

A remit or relax a little, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Plu.Dio7; ὑ. τῶν δεσμῶν relax the strictness of... J.AJ2.5.1:—Pass., δύναμις ὑπανειμένη μᾶλλον Dsc.1.68.
II intr., τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plu.Aem.23:—so in Pass., Ph.2.87, al.

German (Pape)

[Seite 1182] (s. ἵημι), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπανήσω, ao. ὑπανῆκα, etc.
1 relâcher peu à peu, acc.;
2 intr. se relâcher.
Étymologie: ὑπό, ἀνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰνίημι: (aor. ὑπανῆκα)
1 несколько ослаблять, чуть-чуть смягчать (τι Plut.);
2 успокаиваться, униматься: τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. когда страх немного улегся.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπανίημι: χαλαρώνω ὀλίγον, μετριάζω κἄπως, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., Φίλων.

Greek Monolingual

Α
(μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ.
β. «τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίημι «χαλαρώνω»].

Greek Monotonic

ὑπανίημι: μειώνομαι ή χαλαρώνω για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., τοῦφόβου ὑπανέντος (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.

Middle Liddell


to remit or relax a little, Plut.:—intr., τοῦ φόβου ὑπανέντος (aor2 part.) Plut.