αὐτοπαθής

From LSJ
Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπᾰθής Medium diacritics: αὐτοπαθής Low diacritics: αυτοπαθής Capitals: ΑΥΤΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: autopathḗs Transliteration B: autopathēs Transliteration C: aftopathis Beta Code: au)topaqh/s

English (LSJ)

αὐτοπαθές,
A speaking from one's own feeling or speaking from one's own experience. Adv. αὐτοπαθῶς Plb.3.12.1, Plu.Cat.Mi.54; through personal experience, instinctively, αὐτοπαθῶς φεύγομεν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.Fr.66, etc.
II Gramm., of pronouns, reflexive, opp. ἀλλοπαθεῖς, A.D.Pron.44.11; of verbs, opp. μεταβατικά, Synt. 281.15.

Spanish (DGE)

(αὐτοπᾰθής) -ές
I 1que se atormenta a sí mismo Φθόνος Nonn.D.8.37.
2 gram. reflexivo de pron. op. ἀλλοπαθής A.D.Pron.44.11
intransitivo del verbo, op. μεταβατικά A.D.Synt.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.
II adv. αὐτοπαθῶς
1 por propia experiencia αὐτοπαθῶς εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐτοπαθῶς Plu.Cat.Mi.54.
2 resignadamente αὐτοπαθῶς ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.
3 instintivamente αὐτοπαθῶς φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.
4 gram. intransitivamente Eust.398.36, 966.23.

German (Pape)

[Seite 399] ές (παθεῖν), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, Gegensatz ἀλλοπαθής Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαθητικός. – Adv. αὐτοπαθῶς, nach eigener Erfahrung u. Überzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
t. de gramm. réfléchi ou intransitif, p. opp. à ἀλλοπαθής ou μεταβατικός.
Étymologie: αὐτός, πάθος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπᾰθής: грам.
1 возвратный;
2 непереходный.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπᾰθής: -ές, αὐτὸς λαβὼν πεῖραν πράγματός τινος. ― Ἐπίρρ. -θως, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 12, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ γραμμ., αὐτοπαθῆ εἶναι ὀνόματα, ἀντωνυμίαι καὶ ῥήματα, ἅτινα ἀντανακλῶσι τὴν ἐνέργειαν εἰς ἑαυτά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀλλοπαθῆ ἤ μεταβατικά, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 56Α, Bachm. Ἀνέκδ. 2. 302.

Greek Monolingual

-ές (Α αὐτοπαθής, -ές)
(κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας
II. επίρρ. αὐτοπαθῶς
ενστικτωδώς, αυθόρμητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -παθής < (θ.) παθ-, έπαθον (αόρ. β' του πάσχω)].

Greek Monotonic

αὐτοπᾰθής: -ές, αυτός που μιλά από προσωπικά αισθήματα ή εμπειρία· επίρρ. -θως, σε Πολύβ.

Middle Liddell


speaking from one's own feeling or experience:— adv. -θως, Polyb.