ἀπαραμύθητος

From LSJ
Revision as of 23:01, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραμύθητος Medium diacritics: ἀπαραμύθητος Low diacritics: απαραμύθητος Capitals: ΑΠΑΡΑΜΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: aparamýthētos Transliteration B: aparamythētos Transliteration C: aparamythitos Beta Code: a)paramu/qhtos

English (LSJ)

[ῡ], ον, A not to be persuaded or entreated, inexorable, Pl.Epin.980d, Plu.2.629a. 2 incorrigible, in Adv. -τως Pl.Lg.731d. II of conditions, comfortless, Plu.2.332d; not admitting consolation, πάθος Jul.Or.8.245c; κακόν Hld.1.14. 2 of persons, inconsolable, Id.2.33. Adv. ἀπαραμυθήτως Jul.Or.8.252a.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inexorable θεοί Pl.Epin.980d, πάθος Iul.Or.4.245c, κακόν Hld.1.14.6, τὸ ἐπίπονον Plu.2.332d, ὁ φθόνος Isid.Pel.Ep.M.78.664A, ζημία Chrys.M.59.529.
2 privado de consuelo, desconsolado με ... ἀπαραμύθητον ... ἐν γήρᾳ ... διάγειν Hld.2.33.7.
II no rodeado de palabras de una negativa seca Origenes Io.6.20 (p.129.28), cf. (130.6).
III adv. ἀπαραμυθήτως = incorregiblemente ἀκράτως καὶ ἀ. Pl.Lg.731d.

German (Pape)

[Seite 279] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, θεός Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, ἀθυμία Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben πολύπονος und βαρύς an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως κακός, unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inexorable;
2 inconsolable.
Étymologie: , παραμυθέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραμύθητος: (ῡ)
1 неумолимый Plat., Plut.;
2 полный отчаяния, безутешный (ἀθυμία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραμύθητος: [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, ἀδυσώπητος, Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· ὡσαύτως, ἀπαρηγόρητος, ἀθυμία, ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) ἀδιόρθωτος, ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β.

Greek Monolingual

ἀπαραμύθητος, -ον (AM) παραμυθούμαι
ο απαρηγόρητος
αρχ.
1. ο αδυσώπητος
2. ο αδιόρθωτος
3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος
4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος.

Greek Monotonic

ἀπαραμύθητος: [ῦ], -ον (παραμυθέομαι), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, απαρηγόρητος, ἀθυμία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

παραμυθέομαι
not to be persuaded, inconsolable, ἀθυμία Plut.