ὑπέρδασυς
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
υ,
A very hairy, ἀνήρ X.Cyr.2.2.28.
II thick with leaves, κιττός Ael.NA7.6.
German (Pape)
[Seite 1193] υ, gen. εως, übermäßig dicht od. rauh behaart, bärtig, Xen. Cyr. 2, 2, 28; κιττός, dicht stehend, Ael. H. A. 7, 6; dicht mit Waldung bewachsen.
French (Bailly abrégé)
εια, υ;
extrêmement épais ou touffu ; en parl. d'un homme qui a les cheveux et la barbe incultes, d'aspect sauvage.
Étymologie: ὑπέρ, δασύς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρδᾰσυς: (εια), υ весь обросший, лохматый (ἀνήρ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρδᾰσυς: υ, λίαν δασύς, λάσιος, «μαλλιαρός», ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28. ΙΙ. ἔχων πυκνότατα φύλλα, κιττὸν ἄγριον τοῖς φυτοῖς ἐφέρποντα καὶ ὑπέρδασυν Αἰλ. π. Ζῴων 7. 6.
Greek Monolingual
-υ, Α δασύς
1. πολύ δασύς, πολύ μαλλιαρός
2. (για φυτό) πολύ πυκνόφυλλος, φουντωτός.
Greek Monotonic
ὑπέρδᾰσυς: -υ, μαλλιαρός, δασύτριχος, τριχωτός, σε Ξεν.