κεγχριαῖος

From LSJ
Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχριαῖος Medium diacritics: κεγχριαῖος Low diacritics: κεγχριαίος Capitals: ΚΕΓΧΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kenchriaîos Transliteration B: kenchriaios Transliteration C: kegchriaios Beta Code: kegxriai=os

English (LSJ)

α, ον, of the size of a grain of millet, μεγέθη Dsc.2.83, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.

German (Pape)

[Seite 1410] von der Größe eines Hirsekorns, κεγχριαῖος ἦν τὸ μέγεθος Luc. Icarom. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
gros comme un grain de millet.
Étymologie: κέγχρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel.

Russian (Dvoretsky)

κεγχριαῖος: размером с просяное зерно (κ. τὸ μέγεθος Luc.).

Greek Monolingual

κεγχριαῖος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῖος (πρβλ. κολοσσιαίος, πλευριαίος)].

Greek Monotonic

κεγχριαῖος: -α, -ον (κέγχρος), αυτός που έχει το μέγεθος ενός σπυριού κεχριού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχριαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ μέγεθος τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.

Middle Liddell

κεγχριαῖος, η, ον κέγχρος
of the size of a grain of millet, Luc.