πολύτλητος

From LSJ
Revision as of 12:50, 16 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτλητος Medium diacritics: πολύτλητος Low diacritics: πολύτλητος Capitals: ΠΟΛΥΤΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polýtlētos Transliteration B: polytlētos Transliteration C: polytlitos Beta Code: polu/tlhtos

English (LSJ)

ον, having borne much, miserable, γέροντες Od.11.38, cf. Orph.Fr.354, Q.S.1.135, al.; also ὠδίνεσσι πολυτλήτοισι Id.11.25; γῆρας Id.2.341.

German (Pape)

[Seite 675] Vieles erduldet od. bestanden habend, γέροντες, Od. 11, 38; βροτοί, unglücklich, Maneth. 2, 398; – auch πολυτλήτη, Qu. Sm. 11, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup souffert.
Étymologie: πολύς, τλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύτλητος -ον [~ πολύτλας] veel geleden hebbend.

Russian (Dvoretsky)

πολύτλητος: Hom. = πολύτλας.

English (Autenrieth)

having endured or suffered much, Od. 11.38†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα
2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τλητός (πρβλ. βαρύτλητος)].

Greek Monotonic

πολύτλητος: -ον, αυτός που έχει υπομείνει πολλά, δυστυχής, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτλητος: -ον, (τλῆναι) ὁ πολλὰ ὑπομείνας, ἄθλιος, ἐλεεινός, (πρβλ. πολύτλας), γέροντες Ὀδ. Λ. 38· ὡσαύτως, ὠδίνεσσι πολυτλήτῃσι Κόϊντ. Σμ. 11. 25.

Middle Liddell

πολύ-τλητος, ον,
having borne much, miserable, Od.