ποικιλομήχανος

From LSJ
Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήχᾰνος Medium diacritics: ποικιλομήχανος Low diacritics: ποικιλομήχανος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: poikilomḗchanos Transliteration B: poikilomēchanos Transliteration C: poikilomichanos Beta Code: poikilomh/xanos

English (LSJ)

ον, full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλομήχανος: хитроумный, лукавый (Ἔρως Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυμήχανος].

Greek Monotonic

ποικῐλομήχᾰνος: -ον, γεμάτος με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποικῐλο-μήχᾰνος, ον,
full of various devices, Anth.