ἀκμής Search Google

From LSJ
Revision as of 10:40, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Hermot" to "Hermot")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμής Medium diacritics: ἀκμής Low diacritics: ακμής Capitals: ΑΚΜΗΣ
Transliteration A: akmḗs Transliteration B: akmēs Transliteration C: akmis Beta Code: a)kmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.

Spanish (DGE)

-ῆτος
• Grafía: graf. fon. ἀγμής Eust.885.9
• Morfología: [neutr. en Paus.6.15.5]
1 incansable de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε Il.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.Cim.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. ἀκμήτης
esp. en el ejército de refresco στρατός Hdn.3.7.4, δύναμις D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco Onas.22.1
tb. de anim. ταῦρος S.Ant.352
fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos (junto a ἀνθηροί) Him.63.6
incesante Ph.1.360.
2 intocado, entero προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.
inmarcesible, eterno πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου AP 9.526 (Alph.).

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: , κάμνω.

German (Pape)

ῆτος, nicht ermüdet, frisch, von καμεῖν; Hom. dreimal, Il. 15.697 ἀκμῆτας καὶ ἀτειρέας, 16.44, 11.802 ῥεῖα δέ κ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀυτῇ ὤσαιμεν (ὤσαισθε) προτὶ ἄστυ; – Arr. 5.18.2; Plut. Cim. 13; Luc. Hermot. 40; unermüdlich, ταῦρος, Hermann conj. für ἀδμής, Soph. Ant. 351; Alph. 7 (IX.526) πύλαι Ὀλύμπου ἀκμῆτες, die ewig festen.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμής: ῆτος adj.
1 неутомленный, свежий (ἄνδρες Hom.; φύλακες Plut.; ἀθλητής Luc.);
2 незыблемый, неприступный (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.

English (Autenrieth)

ῆτος (κάμνω): unwearied, only pl. (Il.)

Greek Monolingual

ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, -ον (Α)
ακούραστος, ακαταπόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κμης, μηδενισμένη βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας καμᾶ- (πρβλ. κάμα-τος) του ρήματος κάμνω.

Greek Monotonic

ἀκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω) = ἀκάμας, ακούραστος, ακαταπόνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

κάμνω, = ἀκάμας
untiring, unwearied, Il., Soph.