οἰνοβαρείων

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοβᾰρείων Medium diacritics: οἰνοβαρείων Low diacritics: οινοβαρείων Capitals: ΟΙΝΟΒΑΡΕΙΩΝ
Transliteration A: oinobareíōn Transliteration B: oinobareiōn Transliteration C: oinovareion Beta Code: oi)nobarei/wn

English (LSJ)

ὁ, = οἰνοβαρής, Od.9.374,10.555:—hence οἰνοβαρέω, to be heavy or drunken with wine, Thgn.503.

French (Bailly abrégé)

nom. sg. part. prés. épq. de οἰνοβαρέω.

German (Pape)

ὁ, d.i. οἰνοβαρέων, partic. zu οἰνοβαρέω, schwer von Wein, weinberauscht, Od. 9.374, 10.555, 21.304.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοβᾰρείων: adj. m [part. к *οἰνοβαρείω] Hom. = οἰνοβαρής.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη τὸ ῥῆμα, οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503.

English (Autenrieth)

(βαρύς), part.: heavy with wine. (Od.)

Greek Monolingual

οἰνοβαρείων -ωνος, ὁ (Α)
μεθυσμένος («ὁ δ' ἐρεύγετο οἰνοβαρείων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός εκτεταμένος τ. του οἰνοβαρής με κατάλ. -είων (πρβλ. βαρυπνείων)].

Greek Monotonic

οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

οἰνο-βᾰρείων, ονος, ὁ, = οἰνοβαρής, Od.]