ἐπάλληλος

Revision as of 18:14, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἐπάλληλον, also ἐπαλλήλη, ἐπάλληλον D.C.74.10,al.:—
A one close after another, in close order, φάλαγξ, τάξεις, Plb.2.69.9, 11.11.7; ἄρτοι κατὰ ἓξ ἐ. J.AJ3.6.6; θυρίδας πέριξ ἐ. D.C.74.10; γυμνασίαι, φθοραί, κτλ., Ph.2.288,175, al.; continuous, βοή Hdn.2.7.6; δαπάναι IG7.2712.54 (Acraephia); ἐ. πληγαί given in quick succession, Alciphr.3.6.
b Gramm., τὸ ἐπάλληλον τῶν δύο εὐθειῶν succession, sequence of two nominatives, A.D.Synt.179.13,al.
II ἐπαλλήλοιν χεροῖν = by one another's hands (Hermann for ἐπ' ἀλλ-), S.Ant.57.
2 γόμφοι ἐπάλληλοι = mortised into one another, Longin.41.3.
III Adv. ἐπαλλήλως = again and again, δι' ὅλου τοῦ ἔτους Dsc.1.115.5; Rhet., ἐπάλληλον ῥῆμα ἐπιτιθέναι repeat (e.g. μικρὸν μικρόν), Alex.Fig.2.2.
2 ἐπαλλήλως ἔχειν τὰ ἔμπροσθεν = lean against one another, Ath.10.456e.
3 in alternate succession, Ph.1.397.

German (Pape)

[Seite 898] auch fem. ἐπαλλήλη, D. Sic. 3, 53; einer auf den andern, dicht auf einander, dicht gedrängt; φάλαγξ Pol. 2, 69, 9; τάξεις 11, 11, 7 u. Sp.; χιὼν πυκνὴ καὶ ἐπ. Alciphr. 1, 23; ἡδοναί Hdn. 1, 13, 15 u. öfter; βοή, anhaltendes Geschrei, 2, 7, 6. – Bei Soph. Ant. 57 hat Hermann μόρον κοινὸν κατειργάσαντ' ἐπαλλήλοιν χεροῖν für ἐπ' ἀλλ. emend., wechselseitig morden.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
réciproque, mutuel ; ἐπαλλήλοιν χεροῖν SOPH par les mains l'un de l'autre.
Étymologie: ἐπί, ἀλλήλων.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάλληλος: и 3
1 следующий непосредственно за другим, тесно примыкающий (φάλαγξ Polyb.; πόλεμοι Plut.);
2 взаимный: μόρον κοινὸν κατειργάσαντο ἐπαλλήλοιν (v.l. ἐπ᾽ ἀλλήλοιν) χεροῖν Soph. (Этеокл и Полиник) убили друг друга.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλληλος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Δίων Κ. 74. 10: (ἀλλήλων), ὁ εἷς ἀμέσως μετὰ τὸν ἄλλον, ἐν συνεχεῖ τάξει, φάλαγξ, τάξεις Πολύβ. 2. 69, 9., 11. 11, 7· συνεχής, βοὴ Ἡρῳδιαν. 2. 7, 6· δαπάναι Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 35· ἐπ. πληγαί, καταφερόμεναι ἐν ταχείᾳ διαδοχῇ, Ἀλκίφρων 3. 6. ΙΙ. ἐπαλλήλοιν χεροῖν, διὰ χειρῶν ἀλλήλων (κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἀντὶ ἐπ’ ἀλλ-), Σοφ. Ἀντιγ. 57· πρβλ. ἐπάλληλοι φθοραὶ ἐν Φίλωνι 2. 175, καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἀλληλοφόνοι. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. ἐπαλλήλως, ἐπανειλημμένως, ἀδιακόπως, φυτόν... καρποφοροῦν δι’ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπαλλήλως Διοσκ. 1. 166· ἐπαλλήλως ἔχοντα, τὸ ἕν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ἢ κατὰ πρόσωπον, Ἀθήν. 4561).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπάλληλος, -η, -ον και -ος, -ον)
αυτός που γίνεται κατ' επανάληψη ή με διαδοχική σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος
νεοελλ.
(λογ.) «επάλληλες έννοιες» — οι έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, οι ισοπλατείς
αρχ.-μσν.
συνεχής, απανωτός, αδιάκοπος
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί αμοιβαία
2. (για όμοια αντικείμενα) αυτά που βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο
3. γραμμ. «τὸ ἐπάλληλον των δύο ευθειῶν (πτώσεων)» — η συνεκφορά δύο ονομαστικών πτώσεων (Απολλ. Δύσκ.).
επίρρ...
επαλλήλως
1. αλλεπάλληλα, αδιάκοπα, κατ' επανάληψη
2. σε στάση που ο ένας βρίσκεται απέναντι στον άλλο ή κατά πρόσωπο.

Greek Monotonic

ἐπάλληλος: -ον (ἀλλήλων), ο ένας μετά τον άλλο, ἐπαλλήλοιν χεροῖν, ο ένας από το χέρι του άλλου, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπάλληλος, ον ἀλλήλων
one after another, ἐπαλλήλοιν χεροῖν by one another's hands, Soph.