ὑπόχρεως
ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
English (LSJ)
ων, gen. ω (masc. and fem.) BGU239.5 (ii A. D.), PFlor. 86.13 (i A. D.): also ὑπόχρεος, ον, IG22.1132.22 (Decr. Amphict., iii B. C.); gen. ου Sammelb.4415.8 (ii A. D.): pl. ὑπό-χρεοι, -χρέους, Plb.9.29.7, D.H.4.10: (χρέος):—
A indebted, in debt, Ar.Nu.242; ὁ δῆμος ὑ. τῶν πλουσίων in their debt, Plu.Sol.13.
2 ὑ. τινί dependent upon him, Plb.6.17.1, cf. 4.51.2.
3 of property, involved, encumbered, Is.10.16,17(sed leg. ὑπέρχ-), D.49.11, 50.61.
4 obliged, bound, c. gen., φιλίας καὶ χάριτος ὑ. bound by ties of love and favour past, Plu.Pomp.76, cf. D.S.19.44: also c. dat., ὑ. χάριτι Plb. 21.19.10, cf.9.29.7.
German (Pape)
[Seite 1240] ων, gen. ω, verschuldet; Ar. Nubl. 242; κλῆρος Is. 10, 16; οὐσία ib. 17; im Gegensatz von ἐλεύθερος Pol. 27, 6,12; τῶν πλουσίων, Schuldner, Plut. Sol. 13. – Uebh. verpflichtet, verbindlich, ὑπόχρεως φιλίας καὶ χάριτος, wegen genossener Liebe u. Huld verpflichtet od. zu Liebe u. Dank verpflichtet, Plut. Pomp. 76; vgl. Pol. 4, 51, 2. 9, 29, 7; auch τῇ μεγίστῃ χάριτι γεγονότες ὑπόχρεοι ἐκείνοις, 22, 2,10.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
1 chargé de dettes;
2 redevable, qui a des obligations à : χάριτος PLUT qui a une dette de reconnaissance.
Étymologie: ὑπό, χρέος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόχρεως: 2, gen. ω
1 обремененный долгами Arph.: ὑ. τῶν πλουσίων Plut. оказавшийся в долговой кабале у богачей; ὑπόχρεων πεποιηκέναι τὴν οὐσίαν Polyb. обременить долгами (свое) имущество;
2 зависимый (τινι Polyb.): ὑ. πρός τι Polyb. зависимый в отношении чего-л.;
3 обязанный: ὑ. χάριτος Plut. или τῇ χάριτί τινι Polyb. обязанный благодарностью кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχρεως: -ων, γεν. -ω· ὁ πληθ. παρὰ μεταγεν. ὑπόχρεοι, -χρέους, Πολύβ. 9. 29, 7, Διονύσ. Ἁλ. 4. 10· (χρέος)· ― ὁ ὑπὸ χρέος διατελῶν, χρεωμένος, πόθεν δ’ ὑπόχρεως σαυτὸν ἔλαθες γενόμενος; Ἀριστοφ. Νεφ. 242· ― χρεώστης τινος, δῆμος ἦν ὑπόχρεως τῶν πλουσίων Πλουτ. Σόλων 13. 2) ὑπ. τινι, ἐξηρτημένος ἔκ τινος, ὑπόλογος, Λατ. obnoxius alicui, πάλιν ὁ δῆμος ὑπόχρεως τῇ συγκλήτῳ Πολύβ. 6. 17, 1, πρβλ. 4. 51, 2. 3) ἐπὶ περιουσίας, «χρεωμένος», βεβαρημένος, Λατ. obaeratus, Ἰσαῖος 81. 21 καὶ 26, Δημ. 1187. 18., 1225. 10. 4) «ὑποχρεωμένος», μετὰ γεν., ὑπ. φιλίας καὶ χάριτος, ὑποχρεωμένος διὰ τῶν δεσμῶν φιλίας καὶ εὐνοίας δειχθείσης ἄλλοτε, Πλουτ. Πομπ. 76· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. χάριτι Πολύβ. 22. 2, 10, πρβλ. 9. 29, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόχρεως, -ων, ΝΑ
βλ. υπόχρεος.
Greek Monotonic
ὑπόχρεως: -ων (χρέος), γεν. -ω,
1. χρεωμένος, αυτός που χρωστά, σε Αριστοφ.· ὑπόχρεώς τινος, χρεώστης, σε Πλούτ.
2. λέγεται για περιουσία, ιδιοκτησία, χρεωμένος, μπλεγμένος, επιβαρυμένος, Λατ. obaeratus, σε Δημ.
3. με γεν., ὑπόχρεως φιλίας, δεμένος με δεσμούς φιλίας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπό-χρεως, ων, χρέος
1. indebted, in debt, Ar.; ὑπ. τινος his debtor, Plut.
2. of property, involved, Lat. obaeratus, Dem.
3. c. gen., ὑπ. φιλίας bound by ties of friendship, Plut.
English (Woodhouse)
Translations
debtor
Arabic: مَدِين; Egyptian Arabic: مديون; Armenian: պարտապան; Asturian: deudor, deudora; Belarusian: даўжні́к, даўжні́ца; Bulgarian: длъжник, длъжница, длъжничка; Catalan: deutor, deutora; Chinese Mandarin: 債務人/债务人, 欠債人/欠债人, 借方; Czech: dlužník, dlužnice; Dalmatian: debituar; Danish: debitor, skyldner; Dutch: debiteur, debitrice, schuldenaar; Esperanto: ŝuldanto; Estonian: võlglane, võlgnik; Finnish: velallinen, luotonottaja, luotonsaaja; French: débiteur, débitrice; Georgian: მევალე; German: Schuldner, Schuldnerin; Gothic: 𐍃𐌺𐌿𐌻𐌰; Greek: οφειλέτης, οφειλέτρια; Ancient Greek: ὀφειλέτης, ὀφειλέτις, ὀφλητής, ὑπόχρεως, χρεοφειλέτης, χρεώστης, χρεωφειλέτης, χρήστης; Hebrew: חייב / חַיָּב, חייבת \ חַיֶּבֶת; Hungarian: adós; Icelandic: skuldari, skuldunautur; Italian: debitore, debitrice; Japanese: 債務者, 借方; Korean: 채무자(債務者); Kurdish Central Kurdish: قەرزار; Latin: debitor, debitrix; Latvian: parādnieks, parādniece; Lithuanian: skolininkas; Macedonian: должник, должничка; Maori: kaiwhakatārewa, tangata noho nama, kaitangonama; Norman: detteur; Norwegian Bokmål: debitor, skyldner; Nynorsk: debitor, skuldnar, skyldnar; Old Church Slavonic Cyrillic: длъжьникъ; Old English: *sċola; Plautdietsch: Schildna; Polish: dłużnik, dłużniczka; Portuguese: devedor, devedora; Romanian: debitor, debitoare; Russian: должник, должница, дебитор; Serbo-Croatian Cyrillic: ду̀жнӣк, ду̀жница; Roman: dùžnīk, dùžnica; Slovak: dlžník, dlžníčka; Slovene: dolžnik, dolžnica; Spanish: deudor, deudora; Swahili: mdeni; Swedish: gäldenär; Thai: ลูกหนี้; Ukrainian: боржник, боржниця; Vietnamese: chủ nợ