κοσμητής
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
κοσμητοῦ, ὁ,
A orderer, director, πολέμου Epigr. ap. Aeschin.3.185; πόλεως κοσμητής = legislator, Pl.Lg.844 a; title of Zeus, Paus.3.17.4.
2 at Athens and elsewhere, magistrate in charge of the ἔφηβοι, Arist.Ath.42.2, IG 22.665.10,17 (iii B. C.), 1009.33 (ii B. C.), al., Pl.Ax.366 e, Telesp.50 H., POxy.519.8 (ii A. D.), PFay.85 (iii A. D.), etc.
II adorner, X.Cyr. 8.8.20.
2 cleaner or polisher of temple-statues, IG11(2).154A20 (Delos, iii B. C.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; à Athènes cosmète, ou surveillant des gymnases;
2 serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur ou coiffeur.
Étymologie: κοσμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμητής -οῦ, ὁ [κοσμέω] bestuurder; in Athene toezichthouder op de epheben. schoonheidsspecialist.
German (Pape)
ὁ, der Ordner, der das Heer zur Schlacht in Ordnung stellt, πολέμου p. bei Aesch. 3.185; – der da schmückt, putzt, τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς Xen. Cyr. 8.8.20. – In Athen eine Obrigkeit, welche die Aufsicht über die Gymnasien hatte, Teles bei Stob. Flor. 98.72; Inscr.
Russian (Dvoretsky)
κοσμητής: дор. κοσμητάς, οῦ ὁ
1 устроитель, организатор, руководитель (τοῦ πολέμου Aeschin.);
2 законодатель (τῆς πόλεως Plat.);
3 космет (слуга, ведавший туалетом своего хозяина) Xen.
Greek Monolingual
(II)
ο, θηλ. κοσμήτρια (ΑM κοσμητής, θηλ. κοσμήτρια) κοσμώ
αυτός που καλλωπίζει, ο διακοσμητής
νεοελλ.
ο κοσμήτορας
νεοελλ.-μσν.
μαρμάρινο διάζωμα που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό και αποτελεί στοιχείο του βυζαντινού τέμπλου
μσν.-αρχ.
αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών
αρχ.
1. αυτός που παρέτασσε τον στρατό
2. νομοθέτης πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῖν», Πλάτ.)
3. (στην Αθήνα) άρχοντας που επόπτευε τους εφήβους, δηλαδή τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.
Greek Monotonic
κοσμητής: -οῦ, ὁ (κοσμέω),
I. διακοσμητής, διευθυντής, αυτός που βάζει σε τάξη ή που δίνει εντολή, σε Επιγρ. παρά Αισχίν.
II. καλλωπιστής, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητής: -οῦ, (κοσμέω) ὁ διευθυντής, διατάκτης, πολέμου Ἐπιγράμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 24· κ. πόλεως, νομοθέτης, Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 2) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων ἔχων ὑπὸ τὴν φροντίδα του τοὺς νέους ἐν τοῖς γυμνασίοις, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21, Συλλ. Ἐπιγραφ. 118, 245, 254, 258, κ. ἀλλ.· πρβλ. κοσμητεύω. ΙΙ. ὁ κοσμῶν, στολίζων, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κοσμητής· ἐνταφιαστής. Κουριεῖς».
Middle Liddell
κοσμητής, οῦ, κοσμέω
I. an orderer, director, Epigr. ap. Aeschin.
II. an adorner, Xen.