φροντιστικός

From LSJ
Revision as of 21:44, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φροντιστικός Medium diacritics: φροντιστικός Low diacritics: φροντιστικός Capitals: ΦΡΟΝΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phrontistikós Transliteration B: phrontistikos Transliteration C: frontistikos Beta Code: frontistiko/s

English (LSJ)

φροντιστική, φροντιστικόν,
A of or for thinking, thoughtful, Arist.Div.Somn.464a23; ὑποπίνων δὲ πάνυ φ. (sc. γίγνεται) Antiph. 271; φ. τὴν πρόσοψιν Luc.Pisc.12: τὸ λογιστικὸν καὶ φ. the faculty of reasoning and thought, Plu.2.432c, cf. 966a.
II considerate, careful, τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα Arist.HA608b2. Adv. φροντιστικῶς X.Mem.3.11.10, Ael.NA8.25.
2 nervous, worried, Gal.10.538.

German (Pape)

[Seite 1309] zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime à méditer, qui médite ; τὸ φροντιστικόν PLUT la méditation.
Étymologie: φροντίζω.

Russian (Dvoretsky)

φροντιστικός:
1 размышляющий (περί τινος Arst.): φ. τὴν πρόσοψιν Luc. с задумчивым или озабоченным лицом;
2 заботящийся (περί τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φροντιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, σκεπτικός, εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ διάνοια τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπνον Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ πάνυ φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. θεωρία, Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, ἐπιμελής, τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φροντίζω
1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.)
2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)
3. νευρικός, αγχώδης
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φροντιστικόν
η αφηρημένη σκέψη, η διανόηση.
επίρρ...
φροντιστικῶς Α
με φροντίδα.

Greek Monotonic

φροντιστικός: -ή, -όν, σκεπτικός, σε Λουκ.· επίρρ. -κώς, σε Ξεν.

Middle Liddell

φροντιστικός, ή, όν [from φροντιστής
thoughtful, Luc.:—adv. -κῶς, Xen.