ἀφιλόσοφος

From LSJ
Revision as of 12:00, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐλόσοφος Medium diacritics: ἀφιλόσοφος Low diacritics: αφιλόσοφος Capitals: ΑΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: aphilósophos Transliteration B: aphilosophos Transliteration C: afilosofos Beta Code: a)filo/sofos

English (LSJ)

ἀφιλόσοφον, of persons,
A without taste for philosophy, Id.Sph.259e, Ph. Fr.35 H.; γένος Pl.Ti.73a; σνγγραφεύς unphilosophical, Plb.12.25.6.
2 of conditions, unphilosophic, δίαιτα Pl.Phdr.256c; ἀ. τήρησις S.E.M.11.165.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no inclinado a la filosofía de pers. ἄμουσος ... καὶ ἀ. Pl.Sph.259e, ἀ. καὶ ἀνάγωγος Plb.12.25.6, γένος Pl.Ti.73a, ἀ. καὶ ἰδιώτης Ph.Fr.35
fig. ignorante, poco reflexivo περὶ δὲ ἤθη ἀ. Hsch.H.Hom.17.1.29.
2 no filosófico, impropio de un filósofo de abstr. δίαιτα Pl.Phdr.256c, ὁμολογίαι Plu.2.464b, τήρησις S.E.M.11.165, οὐδὲν γάρ ἐστι τῶν καλουμένων φιλοσόφων ἀφιλοσοφώτερον no hay nada menos filosófico que los llamados filósofos Ath.611d, ἀφιλόσοφα μεθοδεύοντες Eust.Op.257.92, cf. Porph.Plot.21.
II adv. -ως sin inclinación por la filosofía ζῆν ἀ. Origenes Cels.2.17
de modo poco filosófico συντίθεμαι ἀ. εἰς τύπον μνησίκακον Eust.Op.107.41, cf. 109.28.

German (Pape)

[Seite 412] unphilosophisch, καὶ ἄμουσος Plat. Soph. 259 e; Tim. 75 a; Sp., Pol. 12, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n'a pas de goût pour la philosophie;
2 en parl. de choses qui ne convient pas à un philosophe ou pour l'étude de la philosophie.
Étymologie: , φιλόσοφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιλόσοφος: чуждый философии, нефилософский Plat., Polyb., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐλόσοφος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, Πλάτ. Σοφ. 259Ε. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀκατάλληλος πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, δίαιτα Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· γαστριμαργία ὁ αὐτ. Τίμ. 73Α· ἀφ. τήρησις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 165. - Ἐπίρρ. ἀφιλοσόφως, Ὠριγέν. κτλ.

Greek Monolingual

ἀφιλόσοφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγαπά τη φιλοσοφία
2. (για καταστάσεις) ο ακατάλληλος για φιλοσοφία.

Greek Monotonic

ἀφῐλόσοφος: -ον, μη φιλοσοφικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

unphilosophic, Plat.