ἀφανδάνω

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφανδάνω Medium diacritics: ἀφανδάνω Low diacritics: αφανδάνω Capitals: ΑΦΑΝΔΑΝΩ
Transliteration A: aphandánō Transliteration B: aphandanō Transliteration C: afandano Beta Code: a)fanda/nw

English (LSJ)

Ion. aor. inf. ἀπαδεῖν Hdt.2.129:—displease, not to please, εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387; σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ S.Ant.501.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. jón. ἀπαδεῖν Hdt.2.129]
desagradar, disgustar εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387, τῷ τὰ ... τοῦ πατρὸς ἔργα ἀπαδεῖν Hdt.l.c., σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ para ti mis palabras son de por sí desagradables S.Ant.501.

German (Pape)

[Seite 407] (s. ἁνδάνω), mißfallen, praes. Od. 16, 387; Soph. Ant. 497; – aor. ion. ἀπαδεῖν, Her. 2, 129.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et inf. ao.2 ion. ἀπαδεῖν;
déplaire, n'être pas agréable à, τινι.
Étymologie: ἀπό, ἁνδάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφανδάνω: (ион. inf. aor. 2 ἀπαδεῖν) не нравиться Hom., Her., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφανδάνω: μέλλ. ἀφαδήσω· Ἰων. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀπαδεῖν Ἡρόδ. 2. 129: - ἀπαρέσκω, δυσαρεστῶ, εἰ δ’ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Ὀδ. Π. 387· σοί τἄμ’ ἀφανδάνοντ’ ἔφυ Σοφ. Ἀντ. 501.

English (Autenrieth)

displease; μῦθος ἀφανδάνει, Od. 16.387†.

Greek Monolingual

ἀφανδάνω (Α)
δεν προκαλώ ευχαρίστηση, δυσαρεστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + ανδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ»].

Greek Monotonic

ἀφανδάνω: μέλ. -αδήσω, Ιων., απαρ. αορ. βʹ ἀπαρδεῖν· στενοχωρώ, δυσαρεστώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell


to displease, not to please, Od., Hdt., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=δέν ἀρέσω, δυσαρεστῶ). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + ἁνδάνω.