συγκολλητής

From LSJ
Revision as of 13:55, 20 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκολλητής Medium diacritics: συγκολλητής Low diacritics: συγκολλητής Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synkollētḗs Transliteration B: synkollētēs Transliteration C: sygkollitis Beta Code: sugkollhth/s

English (LSJ)

συγκολλητοῦ, ὁ, one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).

German (Pape)

[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.

Middle Liddell

συγκολλητής, οῦ, ὁ,
one who glues together, a fabricator, Ar.