συμπρεσβύτερος

From LSJ
Revision as of 07:42, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβύτερος Medium diacritics: συμπρεσβύτερος Low diacritics: συμπρεσβύτερος Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sympresbýteros Transliteration B: sympresbyteros Transliteration C: sympresvyteros Beta Code: sumpresbu/teros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, fellow-presbyter, 1 Ep.Pet.5.1, Supp.Epigr. 6.347 (Lycaonia).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, der Mitpresbyter, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est prêtre avec un autre;
NT: compagnon ; aîné.
Étymologie: σύν, πρεσβύτερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρεσβύτερος -ου, ὁ [σύν, πρεσβύτερος] mede-ouderling. NT.

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβύτερος:товарищ по священническому сану, сопресвитер NT.

English (Strong)

from σύν and πρεσβύτερος; a co-presbyter: presbyter, also an elder.

English (Thayer)

(T WH συνπρεσβυτερος (cf. σύν, II. at the end)), συμπρεσβυτερου, ὁ, a fellow-elder, Vulg. consenior (see πρεσβύτερος, 2b.): 1 Peter 5:1. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πρεσβύτερος
πρεσβύτερος μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, αυτός που είναι επίσης πρεσβύτερος, ιερέας, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ.

Middle Liddell

σῠμ-πρεσβύτερος, ὁ,
a fellow-presbyter, NTest.

Chinese

原文音譯:sumpresbÚteroj 沁-普雷士畢帖羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-年長的(更加)
字義溯源:同作長老,同工,同作牧者;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πρεσβύτερος)=長老)組成,而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 同作長老的(1) 彼前5:1