μετεκβαίνω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A go from one into another, μετεκβαίνεσκε (Ion. impf.) ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 100; εἰς πλοῖον Antipho 5.21.
2 in speaking, pass on, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Pl.Lg.642b, cf. 935a.
3 c. acc., μ. φθόγγον pass from one note to another, AP 12.187 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 158] (s. βαίνω), heraus-, weg- und wo anders hingehen; μετεκβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν, Her. 7, 41; εἰς πλοῖον, Antiph. 5, 21; vom Tone, Strat. 29 (XII, 187); εἰς ἕτερον λόγον, übergehen, Plat. Legg. I, 642 a.
French (Bailly abrégé)
f. μετεκβήσομαι, etc.
passer d'un lieu dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐκ, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μετεκβαίνω: (ион. 3 л. sing. impf. iter. μετεκβαίνεσκε) переходить (ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Her.; εἰς ἕτερον λόγον Plat.): μετεκβῆναι φθόγγον Anth. переменить интонацию.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκβαίνω: μεταβαίνω ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ἐκ... εἰς... Ἡρόδ. 7. 41, 100· εἰς..., Ἀντιφῶν 131 ἐν τέλ. 2) ἐν διαλόγῳ, προχωρῶ, προβαίνω, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Πλάτ. Νόμ. 642Α, πρβλ. 935Α. 3) μετ’ αἰτ., μ. φθόγγον, μεταβαίνω ἐξ ἑνὸς φθόγγου ἢ τόνου εἰς ἕτερον, Ἀνθ. Π. 12. 187.
Greek Monolingual
μετεκβαίνω (Α)
1. βγαίνω από ένα μέρος και μπαίνω σε άλλο
2. (στον διάλογο) προχωρώ, προβαίνω σε άλλο θέμα («μετεκβαῖμεν εἰς ἕτερόν τινα λόγον», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μετεκβαίνω: μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο, σε Ηρόδ.· με αιτ., μετεκβαίνω φθόγγον, περνώ από μια νότα στην άλλη, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
to go from one place into another, Hdt.; c. acc., μ. φθόγγον to pass from one note to another, Anth.