ἡλιοτρόπιον

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡλιοτρόπιον Medium diacritics: ἡλιοτρόπιον Low diacritics: ηλιοτρόπιον Capitals: ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟΝ
Transliteration A: hēliotrópion Transliteration B: hēliotropion Transliteration C: iliotropion Beta Code: *(hliotro/pion

English (LSJ)

τό,
A heliotrope, Thphr. HP 7.3.1, Gal.19.732; ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Heliotropium villosum, Dsc.4.190; ἡλιοτρόπιον τὸ μικρόν, Heliotropium supinum, ib.191.
2 = Croton tinctorius, PHolm.8.3, al.
II sundial, Moschio ap.Ath.5.207f, IG11(2).287 A117 (Delos, iii B.C.), Plu.Dio 29, Sch.Ar.Av.998, etc.
III green stone streaked with red, blood-stone, Plin.HN37.165, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.258.

German (Pape)

[Seite 1163] τό, 1) Sonnenwende, eine Pflanze, welche Blätter u. Blumen nach dem Sonnenlauf richtet u. deswegen auch ἡλιοσκόπιον heißt, Theophr., Diosc.; Nic. Ther. 678 umschreibt sie des Verses wegen ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος. – 2) eine Sonnenuhr, Ath. V, 207 f; Plut. Dion. 29. – 3) Bei Plin. H. N. 37, 10, 60 ein Edelstein.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cadran solaire.
Étymologie: ἥλιος, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιοτρόπιον: τό
1 предполож. гелиотроп (Heliotropium Europaeum L) Plut.;
2 солнечные часы Plut.;
3 гелиотроп (драгоценный камень) Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοτρόπιον: τό, φυτόν, οὗτινος τὸ ἄνθος καὶ τὰ φύλλα στρέφονται πρὸς τὸν ἥλιον, herba solaris ἢ solstitialis, solago, hel. Europaeum, Linn., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 3, 1, Διοσκ. 4.193· ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος Νίκ. Θ. 678· ἐνίοτε καλούμενον ἡλ. τὸ μέγα, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ μικροῦ, croton tinctorius, Linn., Διοσκ. 4. 194· πρβλ. ὡσαύτως ἡλιόπους, ἡλιοσκόπιος. ΙΙ. ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Πλούτ. Δίωνι 29, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 997. κτλ.· πρβλ. πόλος. ΙΙΙ. πράσινος λίθος φέρων γραμμὰς ἐρυθράς, Plin. H. N. 37. 60.

Spanish

heliotropo

Léxico de magia

τό 1 bot. heliotropo ἐπιθύσας ἐπὶ γηίνου θυμιατηρίου ἐπ' ἀνθράκων ἀπὸ ἡλιοτροπίου βοτάνης tras haber hecho la ofrenda en un incensario de barro con carbones de heliotropo P I 64 2 heliotropo ἥλιος γλύφεται ἐπὶ λίθου ἡλιοτροπίου τὸν τρόπον τοῦτον se graba un sol en una piedra de heliotropo de esta manera P XII 273