ἐχεγλωττία
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ἡ, tongue-truce, 'linguistice', silence of the tongue, silence, coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).
German (Pape)
[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
ἐχεγλωττία: ἡ (по аналогии с ἐκεχειρία) день воздержания от речей Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).
Greek Monolingual
ἐχεγλωττία, ἡ (Α)
εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή
η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].
Translations
taciturnity
Catalan: taciturnitat; Czech: mlčenlivost; Dutch: zwijgzaamheid; French: taciturnité; German: Schweigsamkeit; Greek: εχεμύθεια, ολιγολογία, λακωνικότητα; Ancient Greek: ἀρρησία, ἀρρημοσύνη, ἀφωνία, ἀφωνίη, γλωτταργία, ἐχεγλωττία, ἐχεμυθία, σιγή, σιώπησις, τὸ σιωπηλόν; Italian: taciturnità; Portuguese: taciturnidade; Russian: молчаливость, неразговорчивость; Serbo-Croatian: šutljivost, mučaljivost; Spanish: taciturnidad; Swedish: tystlåtenhet, fåordighet, ordkarghet; Turkish: sessizlik, suskunluk; Ukrainian: мовчазність