ἀνθαιρέομαι

From LSJ
Revision as of 20:14, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθαιρέομαι Medium diacritics: ἀνθαιρέομαι Low diacritics: ανθαιρέομαι Capitals: ΑΝΘΑΙΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anthairéomai Transliteration B: anthaireomai Transliteration C: anthaireomai Beta Code: a)nqaire/omai

English (LSJ)

A choose one person or thing instead of another, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311; ἄλλους ἀ. ἀντὶ τούτων CIG 2715.11 (Stratonicea); στρατηγοὺς ἔπαυσαν.. καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, cf. X.HG6.2.13, Pl.Lg.765d; τὰν εὔδοξον ἀ. φήμαν prefer, choose rather, E.Hipp.773 (lyr.).
II dispute, lay claim to, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Id.Hec.660.

Spanish (DGE)

1 escoger, elegir en lugar de c. ac. de pers. ἄλλον CID 1.9c.8 (IV a.C.), GDI 2049.17 (Delfos III a.C.), στρατηγοὺς ... ἔπαυσαν ... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, 8.76, ἄλλους ἀνθαιρεῖσθα[ι ὡς τάχιστ] α IStratonikeia 1101.11 (II d.C.), cf. Pl.Lg.765d, X.HG 6.2.13
en v. pas. ser elegido ἕτεροι δὲ ὕπατοι ... ἀνθαιρεθέντες D.C.Epit.8.20.8, cf. 43.46.2.
2 c. ac. de cosa o abstr. y gen. anteponer, preferir τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311, Διὸς δ' ἀνθείλετο πόντον Call.Del.248
c. ac. solo preferir τὰν δ' εὔδοξον ... φήμαν E.Hipp.773
disputar οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται nadie te disputará la corona E.Hec.660.

German (Pape)

[Seite 230] (s. αἱρέω), 1) etwas anstatt eines andern wählen, τί τινος, eines dem andern vorziehen, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Eur. Cycl. 310; von eigentlicher Wahl in eines andern Stelle, Plat. Legg. VII, 731 a; Xen. Hell. 6, 2, 13. – 2) τινί τι, Jemandem etwas streitig machen, στέφανον, Eur. Hec. 654.

French (Bailly abrégé)

ἀνθαιροῦμαι;
f. ἀναιρήσομαι, ao.2 ἀνθειλόμην;
1 choisir à la place ou de préférence;
2 disputer, tâcher d'enlever : τινί τι EUR qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθαιρέομαι: (aor. 2 ἀνθειλόμην)
1 выбирать (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);
2 предпочитать (τι Eur.);
3 оспаривать (στέφανον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθαιρέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ― ἐκλέγω πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, τὸ δ’ εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Εὐρ. Κύκλ. 311· ἄλλους ἀνθ. ἀντὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 11· στρατηγοὺς ἔπαυσαν... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Θουκ. 6. 103, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13, Πλάτ. Νομ. 765D· τὰν εὔδοξον ἀνθαιρουμένα φάμαν, προτιμῶσα, Εὐρ. Ἱππ. 773. ― «ἀνθείλαντο, προέκριναν, ἐπελάβοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. διαφιλονεικῶ, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Εὐρ. Ἐκ. 660.

Greek Monotonic

ἀνθαιρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ειλόμην· αποθ.·
I. διαλέγω ένα πρόσωπο ή πράγμα αντί άλλου, τινάτί) τινος, σε Ευρ.· προτιμώ, επιλέγω, εκλέγω, προκρίνω, στον ίδ.
II. διαφωνώ, εγείρω αξίωση σε, τι, στον ίδ.

Middle Liddell

I. Dep.:— to choose one person or thing instead of another, τινά (or τί) τινος Eur.; to prefer, choose rather, Eur.
II. to dispute, lay claim to, τι Eur.