διλογέω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
repeat, X.Eq.8.2; περὶ τῶν αὐτῶν D.S. 16.46:—Pass., διλογηθὲν ὄνομα Demetr.Eloc.267:
Spanish (DGE)
1 intr. decir dos veces lo mismo, volver a hablar o tratar de lo mismo εἰ δέ τις δ. ἡμᾶς οἴεται, ὅτι περὶ τῶν αὐτῶν λέγομεν νῦν τε καὶ πρόσθεν X.Eq.8.2, cf. Philostr.VS 572, Dam.in Prm.430, τὸ δ. ἐργῶδες εἶναι νομίζομεν Apollon.Cit.1.4, οὐ προσπταίων οὐ διλογῶν sin trabucarse ni repetirse al recitar tiradas de versos, Synes.Ep.111, δ. ἐν ἐναντιότητι νοημάτων decir dos veces lo mismo con propósitos opuestos Eust.757.11
•c. giros prep. volver a hablar o tratar τὸ δ. περὶ τῶν αὐτῶν D.S.16.46, ὑπὲρ τῶν αὐτῶν D.S.20.37.
2 tr. repetir en v. pas. διλογηθὲν ὄνομα en la figura ret. de la anadiplosis, Demetr.Eloc.267, Ζηνόδοτος γράφει «ἐκλάθετ' οὔδ' ἐνόησεν» ὥστε τὸ αὐτὸ διλογεῖσθαι Sch.Er.Il.9.537a.
French (Bailly abrégé)
διλογῶ :
dire deux fois la même chose.
Étymologie: δίλογος.
German (Pape)
zweimal dasselbe sagen; Xen. Hipparch. 8.2; DS. 16.46 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
διλογέω: дважды говорить, повторять Xen., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
δῐλογέω: ἐκ νέου λέγω, ἐπαναλαμβάνω, Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2, Διόδ. 16. 46· ― Ρημ. ἐπίθ. -ητέον, Δημ. Φαλ. 202.
Greek Monotonic
δῐλογέω: μέλ. -ήσω, ξαναλέω, επαναλαμβάνω, σε Ξεν.