διαδατέομαι
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
English (LSJ)
aor.
A διεδασάμην Pi. (v. infr.):
1 in reciprocal sense, divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, Hes.Th. 606, cf. Pi.O.1.51; δ. τὴν ληΐην Hdt.8.121.
2 in act.sense, divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ion. iterative form) Il.9.333; ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, Hdt.4.145:—Pass., to be divided, γῆς διαδατουμένης App.BC1.1.
Spanish (DGE)
(διαδᾰτέομαι)
• Morfología: [gener. aor. poét. διεδάσσ- Hes.Th.544, 885, Pi.O.7.75 (tm.), AP 14.118 (Metrod.), διεδάσαντο Pi.O.1.51, Hdt.8.121, iter. διαδασάσκετο Il.9.333 (tm.)]
1 repartir διὰ παῦρα δασάσκετο Il.l.c., μοίρας Hes.Th.544, τιμάς Hes.Th.885, τὴν ληίην Hdt.l.c., cf. SEG 41.537 (Tesalia V a.C.), τοὺς Μινύας ... ἐς φυλάς Hdt.4.145, en v. pas. γῆς διαδατουμένης App.BC 1.1
•repartirse διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, cf. Hes.Th.606, κρεῶν Pi.O.1.51, ὀστέα τε σάρκας Q.S.8.144.
2 dividir διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Pi.O.7.75
•hacer el cómputo, establecer ἁλὸς διὰ μέτρα δάσαντο han establecido las medidas del mar Opp.H.1.11.
German (Pape)
[Seite 575] (s. δατέομαι), verteilen, unter sich verteilen; Homer in tmesi Iliad. 5, 158 χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο; Hesiod. Th. 606 ἀποφθιμένου δὲ διὰ κτῆσιν δατέονται χηρωσταί – Bei Appian. B. C. 1, 1 ist γῆς διαδατουμένης passiv. – Vgl. διαδαίω.
French (Bailly abrégé)
διαδατοῦμαι;
être partagé.
Étymologie: διά, δατέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δατέομαι vaak in tmesis; ep. aor. 2 sing. διεδάσσαο, 3 sing. διεδάσσατο, iterat. 3 sing. διά... δασάσκετο onder elkaar verdelen:; διὰ κτῆσιν δατέοντο zij verdeelden zijn bezit onder elkaar Il. 5.158; alg. verdelen:; διὰ παῦρα δασάσκετο hij verdeelde maar weinig Il. 9.333; met gen. partit.: κρεῶν σέθεν διεδάσαντο zij hebben porties van uw vlees gemaakt Pind. Ol. 1.51.
Russian (Dvoretsky)
διαδᾰτέομαι: Hom. - in tmesi Hes., Pind. = διαδαίομαι.
English (Slater)
διαδᾰτέομαι divide up (for, to oneself) c. acc. of that which is divided out: ἀπά- τερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.75) c. gen. of that from which the division is made: τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον (O. 1.50)
Greek Monolingual
διαδατέομαι (Α) διατέομαι
1. μοιράζομαι μαζί με άλλους
2. διαχωρίζω, μοιράζω.
Greek Monotonic
διαδᾰτέομαι: αόρ. αʹ -δάσασθαι, αποθ.:
1. με αλληλοπαθητική σημασία, μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, μεταξύ μας, διὰ κτῆσιν δατέοντο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. με Ενεργ. σημασία, μοιράζω, διανέμω, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ιων. αντί ἐδάσατο), σε Ομήρ. Ιλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην, σε Ηρόδ.· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αυτούς στις φυλές, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδᾰτέομαι: ἀόρ. διαδάσασθαι, ἀποθ. 1) ἐπὶ ἐννοίας ἀμοιβαιότητος, μοιραζόμεθα πρὸς ἀλλήλους, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158, Ἡσ. Θ. 606. 2) ἐπὶ ἐνεργ. ἐννοίας, διαχωρίζω, χωρίζω, μοιράζω, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ἰων. ἀντὶ ἐδάσατο) Ἰλ. Ι. 333, πρβλ. Πίνδ. Ο. 1. 8, κτλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην Ἡρόδ. 8. 121· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αὐτοὺς εἰς τὰς φυλάς, ὁ αὐτ. 4. 145. ― Παθ., διαιροῦμαι, γῆς διαδατουμένης Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 1.
Middle Liddell
aor1 -δάσασθαι
Dep.:
1. in reciprocal sense, to divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il., Hes.
2. in act. sense, to divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο (ionic for ἐδάσατὀ, Il.; διεδάσαντο τὴν ληΐην Hdt.; ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, Hdt.