Λάκαινα
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ, fem. of Λάκων, prop. Laconian woman (Phryn. 321), Λ. κόρη Thgn.1002, cf. E.Hec.441, etc.: abs., of Helen, Id.Andr.486 (lyr.); Λάκαιναι, αἱ, title of play by Sophocles: freq., especially in Trag., Ion. Prose, and X., as fem. Adj., = Λακωνική, Λ. χώρη Hdt. 7.235; χθών, γαῖα, γᾶ, E.Andr.151, Tr.1110 (lyr.), Hel.1473 (lyr.); λίθος Laconian marble, Luc.Hipp.5; πόλις E.Andr.194, 209; κύων X.Cyn.10.4; σκύλαξ Pl.Prm.128c; ἡ Λ. (sc. κύλιξ) Laconian cup, Ar.Fr.216.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
adj. f.
laconienne, de Laconie : λίθος LUC sorte de marbre vert ; ἡ Λάκαινα χώρη HDT, abs. ἡ Λάκαινα XÉN le territoire de Laconie, la Laconie.
Étymologie: fém. de Λάκων.
Russian (Dvoretsky)
Λάκαινα: I (ᾰκ) [adj. f к Λάκων I] лаконская, лакедемонская, спартанская (χώρη Her.; πόλις Eur.): ἡ Λ. λίθος Luc. лаконский камень (разновидность зеленого мрамора).
II ἡ (дор. gen. pl. Λακαινᾶν)
1) (sc. γυνή или κόρη) лаконянка, лакедемонянка, спартанка Eur.;
2) (sc. χώρα) Лакония, Лакедемон Xen.;
3) (sc. κύλιξ) лаконская чаша Arph.
Greek (Liddell-Scott)
Λάκαινα: [λᾰ], ἡ, θηλ. τοῦ Λάκων, Λατ. Lacaena, κυρίως, Λακεδαιμονία (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Λ. κόρη Θέογν. 1002, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 441, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 486· Λάκαιναι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφ.· ― ἀλλ’ εἶναι ἐν συχνῇ χρήσει ἁπλῶς ὡς θηλ. ἐπίθ. = Λακωνική, Λ. χώρα Ἡρόδ. 7. 235· χθών, γαῖα, γῆ Εὐρ. Ἀνδρ. 151, Τρῳ. 1110, Ἑλ. 1473· πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 193, 208· οὕτως ἡ Λ. (ἄνευ τοῦ χώρα), Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ― πρβλ. κύων Ι. 2) ἡ Λ. (δηλ. κύλιξ), Λακωνικὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3.
English (Slater)
Λᾰκαινα f. adj.,
1 Laconian ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 1. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Λάκαινα: [λᾰ], ἡ,
I. θηλ. του Λάκων, Λατ. Lacaena, γυναίκα της Σπάρτης, Σπαρτιάτισσα, σε Θέογν., κ.λπ.
II. ως θηλ. επίθ., = Λακωνική, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
Middle Liddell
Λᾰ́καινα, ἡ, [fem. of Λάκων, Lat.]
I. Lacaena, a Laconian woman, Theogn., etc.
II. as fem. adj. = Λακωνική, Hdt., Eur., etc.