Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔϊσος

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔϊσος Medium diacritics: ἔϊσος Low diacritics: έϊσος Capitals: ΕΪΣΟΣ
Transliteration A: éïsos Transliteration B: eisos Transliteration C: eisos Beta Code: e)/i+sos

English (LSJ)

η, ον [ῑ], Ep. form of ἶσος,

   A alike, equal, Hom., only fem. sg. and pl., always in set phrases (exc. [ἵππους]..σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐΐσας equal in height, Il.2.765):    1 most freq. of a feast, equal, i.e. equally shared, of which each partakes alike, esp. of sacrificial feasts or of meals given to a stranger (for on other occasions the greatest men had the best portions), δαιτὸς ἐΐσης 1.468,al.    2 ofships, even or well-balanced, νηὸς ἐΐσης 15.729; νῆες ἐῗσαι Od.5.175,al.    3 of a shield, evenly balanced, ἀσπίδα πάντοσ' ἐΐσην Il.12.294, 13.157, 160, etc.    4 of the mind, even, well-balanced, φρένας ἔνδον ἐΐσας Od. 11.337, 14.178.

Greek (Liddell-Scott)

ἔϊσος: η, ον ῐ, Ἐπ. τύπος ὡς τὸ ἶσος, = ἴσος, ὅμοιος, Ὅμ., ὅστις ὅμως μεταχειρίζεται τοῦ ἐπιθ. τούτου μόνον τὸ θηλ. ἑνικ. καὶ πληθ., καὶ μόνον εἰς τὰς ἑξῆς φράσεις: 1) ἐπὶ εὐωχίας, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης, οὐκέτι δὲ ἡ ψυχή τινος ἐνδεὴς ἦν τροφῆς «πᾶσιν ὁμοίας, ἢ ἰσομοίρου ἢ μεριστῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 468, 602, κτλ.˙ ἡ λέξις ἦτο κυρίως ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν ἐν θυσίαις γινομένων εὐωχιῶν καὶ ἐν ἑστιάσει ξένου (διότι ἐν πάσῃ ἄλλῃ περιπτώσει οἱ ἐξοχώτεροι ἄνδρες ἐλάμβανον τὰ ἐκλεκτότατα μέρη)˙ αὕτη εἶναι ἡ συνηθεστάτη τῆς λέξεως χρῆσις. 2) ἐπὶ νεῶν, ἰσόρροπος, ἰσοκλινής, νηὸς ἐΐσης Ἰλ. Ο. 729, Ὀδ. Γ. 10˙ νῆες ἐῖσαι Ε. 175, Ζ. 271˙ νῆας ἐΐσας Ἰλ. Α. 306, Β. 671, κτλ.˙ νηυσὶν ἐΐσῃς Ὀδ. Δ. 578, πρβλ. ἀμφιέλισσα. 3) ἐπὶ ἀσπίδος, ἴση πανταχόθεν, δηλ. ἐντελῶς στρογγύλη, ἀσπίδα πάντοσ’ ἐΐσην Ἰλ. Μ. 294, Ν. 157, 160, κτλ. 4) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἰσόρροπος, ὀρθός, φρόνιμος, δίκαιος, Λατ. mens aequa, φρένας ἔνδον ἐΐσας Ὀδ. Λ. 337, Ξ. 178, Σ. 248.