διαριθμέω

From LSJ
Revision as of 07:35, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "theilen" to "teilen")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰριθμέω Medium diacritics: διαριθμέω Low diacritics: διαριθμέω Capitals: ΔΙΑΡΙΘΜΕΩ
Transliteration A: diarithméō Transliteration B: diarithmeō Transliteration C: diarithmeo Beta Code: diariqme/w

English (LSJ)

A reckon up one by one, enumerate, ψήφους E.IT966, cf. Ar.Av.1622; τἀργύριον Phld.Ir.p.37 W.; ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh.1374a33:—more freq. in Med., as Pl.Cra.437d, Phdr.273e, al.; count and classify, Id.Grg.501a; διαριθμήσασθαι περί τινος Id.Lg.633a:—Pass., Aeschin.3.207, Arist.Ph.322b30.
2 count out, pay, δωρεάν τισι App.BC4.101.

Spanish (DGE)

(διᾰριθμέω) I 1contar detalladamente ψήφους E.IT 966, cf. IG 22.1237.86 (IV a.C.), IPArk.17.62 (Estínfalo IV a.C.), ἀργυρίδιον Ar.Au.1622, cf. Phld.Ir.15.26, τοὺς στρατιώτας D.H.5.28, τὰ κύματα D.Chr.20.12, τι ... δ. πρὸς αὑτόν contar algo consigo mismo Plu.2.740e
enumerar ὑπολείποι ... ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα faltaría tiempo para enumerarlas Arist.Rh.1374a33, τὰ εἴδη Thphr.HP 1.14.5, διαριθμεῖν ἑαυτούς de los seres múltiples, Plot.6.7.41, en v. med. mismo sent. ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Pl.Cra.437d, διαριθμήσασθαι ... περὶ τῶν μερῶν Pl.Lg.633a, διαριθμεῖται <πεντεκαίδεκα> enumera quince (islas), Str.10.5.3, cf. D.S.11.87, c. dat. συνδρομὴ ... τοῖς ἔτεσι διηριθμημένη conjunto de circunstancias que se enumera en relación a los años e.d. que es proporcional a los años Gr.Thaum.Pan.Or.16, en v. pas. οἱ δὲ νεκροὶ διαριθμηθέντες Plu.Publ.9
mús. medir cuidadosamente τὰ κατὰ μουσικὴν πᾶσαν διαριθμουμένων κινήσεώς τε καὶ φθόγγων δῆλον ὅτι δεῖ es evidente que todo lo relativo a la música precisa de un movimiento y sonidos medidos cuidadosamente Pl.Epin.978a.
2 clasificar, incluir a alguien en un grupo o colect. τὰν ... σύνοδον δ. παρὰ π[ά] ντας αἰτίους γενομένους καλῶν ... ἔργων que la asociación lo incluyó junto a todos los responsables de hermosas acciones, ZPE 6.1970.279 (Rodas, heleníst.), en v. pas. ὑπ' αὐτῆς τῆς ἀληθείας διηριθμημένοι clasificados por la verdad misma Aeschin.3.207, τὸ δὲ τῶν ἄλλων ἐπικούρων πλῆθος ἐν τοῖς συμμάχοις διαριθμεῖται Str.13.1.2.
4 pagar τὴν δωρεὰν αὐτοῖς App.BC 4.101.
II 1clasificar aparte, excluir διαριθμῶν δ' οὐδέν' αὔξεσθαι θέλει E.Ba.209
en v. med. distinguir clasificando διαριθμήσασθαι τὰς φύσεις Pl.Phdr.273e, cf. Arist.Ph.222b30 (cód.)
del arte culinario οὐδὲν διαριθμησαμένη sin cálculo op. la medicina, Pl.Grg.501a.

German (Pape)

[Seite 599] 1) aus einander zählen, herzählen, (VLL. διαλογίζεσθαι); ψήφους Eur. I. T. 566; ἀργυρίδιον Ar. Av. 1622; auch med., ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 437 d; vgl. Legg. I, 633 a, u. öfter; auch Plut. – Dah. = trennen, pass., Aesch. 3, 207; διαριθμήσασθαι καὶ διαλαβεῖν εἰς εἴδη, Arist. rhet. 1, 4. – 2) Med., beurteilen, erwägen, Plat. Gorg. 501 a, öfter.

French (Bailly abrégé)

διαριθμῶ :
1 compter en détail, énumérer;
2 distinguer nettement.
Étymologie: διά, ἀριθμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αριθμέω act. (één voor één) tellen:. ψήφους stemmen Eur. IT 966. apart rekenen:. διαριθμῶν … οὐδέν’ αὔξεσθαι θέλει hij wil verheerlijkt worden zonder daarbij iemand uit te zonderen (d.w.z. door iedereen) Eur. Bac. 209. med., filos. op een rijtje zetten, classificeren, onderscheiden:. οὐδὲν διαριθμησαμένη zonder enig onderscheid te maken Plat. Grg. 501a; καθ’ ἕκαστον … ἀκριβῶς διαριθμήσασθαι om precies één voor één op een rijtje te zetten Aristot. Rh. 1359b2.

Russian (Dvoretsky)

διᾰριθμέω: преимущ. med.
1 подсчитывать, считать (ψήφους Eur.; ἀργυρίδιον Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);
2 перен. рассматривать, исследовать (ἄλογος καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого.

Greek Monotonic

διᾰριθμέω: μέλ. -ήσω,
1. λογαριάζω ένα προς ένα, απαριθμώ, καταμετρώ, σε Ευρ.
2. διακρίνω, διαφοροποιώ, θέτω διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι χαρακτηριστικός, διαφορετικός, προεξέχων, διαπρεπής, διακρίνομαι, εξέχω, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰριθμέω: μέλλ. -ήσω, λογαριάζω ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) διακρίνω, Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι περί τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to reckon up one by one, enumerate, Eur.
2. to draw distinctions, distinguish, Plat.: —Pass. to be distinguished, Aeschin.