συγγείτων

From LSJ
Revision as of 07:28, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγείτων Medium diacritics: συγγείτων Low diacritics: συγγείτων Capitals: ΣΥΓΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: syngeítōn Transliteration B: syngeitōn Transliteration C: syggeiton Beta Code: suggei/twn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, bordering, neighbouring, γαῖα E.Supp.386, cf. Epigr. in POxy.662.43 (Leon.): as substantive, PLond.5.1708.188.

German (Pape)

[Seite 961] ονος, benachbart, angränzend, γαῖα, Eur. Suppl. 402.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
limitrophe.
Étymologie: σύν, γείτων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγείτων -ονος [σύν, γείτων] als adj. naburig, aangrenzend.

Russian (Dvoretsky)

συγγείτων: ονος adj. сопредельный, соседний (γαῖα Eur.).

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).

Greek Monotonic

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που συνορεύει με, γειτονικός, γείτονας, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, γειτνιάζων, ὅμορος, συγγείτον’ οἰκῶν γαῖαν Εὐρ. Ἱκ. 386.

Middle Liddell

συγ-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
bordering, neighbouring, Eur.

Translations

neighbouring

Arabic: مُجَاوِر‎; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik