συνισχναίνω

From LSJ
Revision as of 11:06, 21 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνισχναίνω Medium diacritics: συνισχναίνω Low diacritics: συνισχναίνω Capitals: ΣΥΝΙΣΧΝΑΙΝΩ
Transliteration A: synischnaínō Transliteration B: synischnainō Transliteration C: synischnaino Beta Code: sunisxnai/nw

English (LSJ)

in Pass.,
A shrivel up, Hp.Morb.Sacr.5, al.; to be contracted or be made slim, Antyll. ap. Orib.6.10.6.
2 metaph., join with in reducing, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ E.IA694 (v. ἰσχναίνω).

French (Bailly abrégé)

amoindrir, diminuer, alléger.
Étymologie: σύν, ἰσχναίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνισχναίνω, Att. ook ξυνισχναίνω [σύν, ἰσχναίνω] droog maken, alleen med.-pass. droog worden, verschrompelen:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694.

German (Pape)

mit, zugleich od. ganz trocken, dürre machen, mager machen, übertragen, vermindern, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

συνισχναίνω: досл. высушивать, перен. ослаблять, изглаживать из памяти (τι τῷ χρόνῳ Eur.).

Greek Monolingual

Α
1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ», Ευρ.)
2. παθ. συνισχναίνομαι
α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῦνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)
β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω επίσηςἀναλόγως τὸ λοιπὸν σῶμα συνισχναίνεσθαι τοῖς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἰσχναίνω «κάνω κάποιον ισχνό»].

Greek Monotonic

συνισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, λιγοστεύω, αδυνατίζω, αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω, σμικρύνω κάτι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνισχναίνω: ὁμοῦ ἰσχναίνω, ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to help to dry up:—metaph. to join with in reducing, Eur.