Ὀλύμπιος

From LSJ
Revision as of 06:35, 25 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλύμπιος Medium diacritics: Ὀλύμπιος Low diacritics: Ολύμπιος Capitals: ΟΛΥΜΠΙΟΣ
Transliteration A: Olýmpios Transliteration B: Olympios Transliteration C: Olympios Beta Code: *)olu/mpios

English (LSJ)

Ὀλύμπιον, Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epithet of the gods above, Il.1.399, 20.47; οἱ Ὀ. Men.Sam.187; especially of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc.; so Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος S.Tr.275: in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ar.Nu.817; Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.3.14; ὁ Ὀλύμπιος Ζεύς Pl.R. 583b; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.); Ὀλύμπιος ἀστήρ Opp.H.4.315; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.): applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17; also Ὀλύμπια δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de l'Olympe, Olympien ou d'Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l'Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλύμπιος: IIолимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.
олимпийский (Ζεὺς πατήρ Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον! Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.

English (Autenrieth)

Olympian, dwelling on Olympus, epithet of the gods and their homes, and as subst. = Zeus, the Olympian.

English (Slater)

Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)
   a of Olympos
   I epithet of Zeus. Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου Διός (Pae. 6.1)
   b pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.
   b
   I of (Zeus of) Olympia βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101)
   II epithet of Zeus of Olympia. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8)
   c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101)

Greek Monotonic

Ὀλύμπιος: -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο κάτοικος του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται απλώς Ὀλύμπιος, στον Όμηρ.· Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος, σε Σοφ.· ὁ ΖεὺςὈλύμπιος, σε Θουκ.

Middle Liddell

Ὀλύμπιος, ον,
Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.