περίοπτος
English (LSJ)
περίοπτον,
A to be seen all round, in a commanding position, ὄρος Str.8.6.21; τόπος Plu.Arat.53, etc.; of a person, π. ἐπιστὰς τοῖς σώμασι J.BJ2.18.4; ἐκ περιόπτου D.H.Comp.23.
b Subst. περίοπτα, τά, belvederes, Plu.Luc.39.
2 conspicuous, Isoc. ap. Poll.2.58, etc.; βίος D.S.14.1; κάλλεα AP5.26 (Rufin.), etc.; ἔργα Plu.Caes.16. Adv. περιόπτως = gloriously, Id.Sull.21, etc.
German (Pape)
[Seite 585] zu umschauen, zu übersehen, ringsher sichtbar, Plut. Arat. 53; ἐκ περιόπτου, von einem freien u. hochgelegenen Orte aus, D. Hal. – Daher = von allen Seiten gesehen, bewundert, κάλλος Ruf. 37 (V, 27), u. öfter in der Anth., wie Plut. Caes. 16; auch adv., Sull. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'on voit de tous les côtés;
2 fig. remarquable.
Étymologie: περιοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίοπτος -ον περιοράω goed zichtbaar:; τόπος περίοπτος = een goed zichtbare plaats Plut. Arat. 53.4; van pers. de aandacht trekkend; Plut. Pyrrh. 16.11; adv. περιόπτως = op glorieuze wijze.
Russian (Dvoretsky)
περίοπτος:
1 видимый отовсюду (τόπος Plut.);
2 замечательный, удивительный (βίος Diod.; ἔργα Plut.; κάλλος Anth.).
Greek Monolingual
-η, -ο / περίοπτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που φαίνεται απ' όλες τις πλευρές, ο ορατός από παντού (α. «περίοπτη θέση» β. «περίοπτο γλυπτό»)
2. περίβλεπτος, αξιοθαύμαστος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίοπτα
οι τόποι που έχουν θέα, τα υψηλά.
επίρρ...
περιόπτως Α
ένδοξα, αξιοθαύμαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀπτός, ρηματ. επίθ. του ὁρῶ (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
περίοπτος: -ον (ὄψομαι),·
1. αυτός που φαίνεται, είναι ορατός από παντού, που βρίσκεται σε στρατηγική θέση, σε Πλούτ.
2. διαπρεπής, θαυμαστός, στον ίδ.· επίρρ. περιόπτως, με λαμπρότητα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περίοπτος: -ον, ὁ πανταχόθεν ὁρώμενος, ἐξέχων, ὑψηλός, τόπος Πλουτ. Ἄρατ. 53, Λούκουλλ. 39, κτλ.· ἐκ περιόπτου Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23. 2) ὡς τὸ περίβλεπτος, διαπρέπων, θαυμαστός, βίος Διόδ. 14. 1· κάλλος Ἀνθ. Π. 5. 27, κτλ., · ἔργα Πλουτ. Καῖσ. 16· Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 554· - Ἐπίρρ., περιόπτως, ἀριστεύων ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ περιόπτως ἔπεσεν, ἐνδόξως, λαμπρῶς, Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ.
Middle Liddell
περί-οπτος, ον, ὄψομαι
1. to be seen all round, in a commanding position, Plut.
2. conspicuous, admirable, Plut.:—adv. περιόπτως, gloriously, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=περίβλεπτος, σπουδαῖος). Ἀπό τό περί + ὄψομαι τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
distinguished
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye