ἀσπίς
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A shield, εὔκυκλος Il.14.428, al.; κυκλοτερής Hdt.1.194; ἀσπίδος κύκλος A.Th.489; ὀμφαλόεσσα Il.4.448, al.; opp. Thracian πέλτη and Persian γέρρον, X.An.2.1.6, Mem.3.9.2; ἀσπίδα ῥῖψαι, ἀποβαλεῖν, Anacr.28, Ar.V.19, cf. Hdt.5.95: to estimate a victory, ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας X.HG1.2.3: metaph., οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀ. οὐ μικρὰ θράσους A.Ag.1437; τὴν ἀ. ἀποβέβληκεν τοῦ βίον Nicostr. Com.29, cf. Lib.Or.62.47. 2 collective, body of men-at-arms, ὀκτακισχιλίη ἀ. Hdt.5.30, cf. E.Ph.78, X.An.1.7.10. 3 military phrases, ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάξασθαι to be drawn up twenty-five deep or in file, Th.4.93; στρατιὰν τεταγμένην οὐκ ἐπ' ὀλίγων ἀσπίδων Id.7.79; ἵστασθαι ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας Ar.Fr.66; ἐπὶ μιᾶς ἀσπίδος in single line, Isoc.6.99; ἐπ' ἀσπίδα, παρ' ἀσπίδα (opp. ἐπὶ δόρυ), on the left, towards or to the left, because the shield was on the left arm, X.Cyr.7.5.6, An.4.3.26; παρ' ἀσπίδος A.Th.624; ἐξ ἀσπίδος Plb.11.23.5; but παρ' ἀσπίδα, literally, beside the shield, Il. 16.400; παρ' ἀ. στῆναι stand in battle, E.Med.250, Ph.1001; παρ' ἀ. βεβηκέναι ib.1073; ἐκπονεῖν Id.Or.653, cf. Hel.734; ἐς ἀσπίδ' ἥξειν Id.Ph.1326; ἀσπίδας συγκλείειν (cf. συγκλείω) ; ἀσπίδα τίθεσθαι serve in the ranks, Pl.Lg.756a; but θέσθαι τὰς ἀ. pile shields, X.HG2.4.12; ἐπειδὰν ἀ. ψοφῇ when the shields ring, i.e. when two bodies of men meet in a charge, Id.An.4.3.29; ἀσπίδα ἀναδέξαι, ἆραι, as a signal, Hdt.6.115, X.HG2.1.27. 4 of a round, flat bowl, Aristopho 14. 5 boss on a door, IG4.1484.79 (Epid.). II asp, Egyptian cobra, Coluber haié, Hdt.4.191, Men.702, Nic.Th.158, Ph.2.570, Ael.NA10.31; a play on signff. I and II, Ar.V.23. 2 ornament in this form, OGI90.43 (Rosetta).
German (Pape)
[Seite 373] ίδος, ἡ, 1) der Schild; oft bei Hom.; aus Lagen von Rindsleder, ταυρείην Iliad. 13, 160, βοείας 5, 453, βῶν ἀζαλέην 7, 238; bedeckt mit Metall, χαλκείην 12, 294, φαεινὴν 5, 437; rund, εὐκύκλους 5, 453, πάντοσ' ἐίσην 17, 7; mannslang, ἀμφιβρότην 11, 32, ποδηνεκέα 15, 646, τερμιόεσσα 16, 803; mit Buckeln, oder einem Buckel in der Mitte, ὀμφαλόεσσαι 4, 448; überhaupt mannigfach verziert, πολυδαίδαλον 11, 32; an einem Riemen getragen; s. Iliad. 3, 347. 5, 796. 6, 117. 11, 32. 12, 294. 13, 192. 405. 803. 14, 371. 377. 18, 478 sqq. 19, 373. 20, 268. 274. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 194. Die ἀσπίς ist ein Hauptstück in der Rüstung Schwerbewaffneter; daher bezeichnet das Wort auch ein Heer von Schwerbewaffneten, πολλὴ ἀσπίς Eur. Phoen. 78; ὀκτακισχιλίη ἀσπίς, 8000 Schildträger, Her. 5, 30; μυρία ἀσπίς Xen. An. 1, 7, 10, wo ihnen die Peltasten entgegengesetzt sind; vgl. Hell. 6, 5, 19; ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάττεσθαι, die Schwerbewaffneten 25 Mann hoch aufstellen, Thuc. 4, 93; vgl. ἐπ' ἀσπίδων τετάχθαι. Da der Schild mit der Linken gehalten wird, heißt, bes. beim Commando, ἐξ ἀσπίδος von der Linken, Pol. 10, 23, 5 u. öfter; ἐπ' ἀσπίδα u. παρ' ἀσπίδα, zur Linken, z. B. παράγειν, links aufmarschiren, Xen. An. 4, 3, 26; Pol. 6, 40, 12. 11, 23, 2; παρ' ἀσπίδος, von der Linken, Aesch. Spt. 606. Uebertr. a) Schutz, Aesch. Ag. 1412. – b) Treffen, Gefecht, Eur. εἰς ἀσπίδ' ἥξειν Phoen. 1336 u. sonst bei Tragg. – 2) die Aspis, eine giftige Schlange, Opp. C. 3, 433; Men. monost. 261. – 3) ein rundes Trinkgefäß, Aristophon. Ath. XI, 472 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπίς: -ίδος, ἡ, κυκλοτερὲς ἀμυντήριον ὅπλον, (εὔκυκλος Ἰλ. Ξ. 428, κ. ἀλλ.· κυκλοτερὴς Ἡρόδ. 1. 194· ἀσπίδος κύκλος Αἰσχύλ. Θήβ. 489· ὀμφαλόεσσα Ἰλ. Δ. 448, κ. ἀλλ.)· παρ’ Ὁμ. ἱκανῶς μεγάλη ὥστε νὰ καλύπτῃ ὅλον τὸ σῶμα ἀνδρός, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ δέρματος βοὸς ἐπικεκαλυμμένου διὰ μεταλλίνων πλακῶν, μετὰ ἐξοχῆς (ὀμφαλοῦ) ἐν τῷ μέσῳ· περιεκοσμεῖτο δὲ διὰ θυσάνων: διέφερε τοῦ ὅπλου, ἐπιμήκους ἀσπίδος ἣν κυρίως ἔφερον οἱ ὁπλῖται, ἀλλὰ συχνάκις τίθεται ἀντ’ αὐτῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Θρακικὴν πέλτην καὶ τὸ Περσικὸν γέρρον, πρβλ. ἰδίως Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6, Ἀπομν. 3. 9, 2· ἡ ἀπώλεια τῆς ἀσπίδος, ἀσπίδα ἀποβαλεῖν, ἦτο ἡ ἐσχάτη ταπείνωσις τοῦ Ἕλληνος στρατιώτου, Ἀριστοφ. Σφ. 19· ἴδε ἀσπιδαποβλὴς καὶ πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 26, Ἡρόδ. 5. 95· ― μεταφ., οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀσπὶς οὐ μικρὰ θράσους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1437· τὴν ἀσπ. ἀποβεβλήκει τοῦ βίου Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5. 2) παρὰ πεζοῖς ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ὁλοκλήρου σώματος στρατοῦ (ἀσπισταὶ ἢ ὁπλίται), ὀκτακισχιλίη ἀσπὶς Ἡρόδ. 5. 30, πρβλ. Φοιν. 78, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10· πρβλ. αἰχμὴ ΙΙ. 2, λόγχη ΙΙΙ: ― ὡσαύτως πρὸς προσδιορισμὸν ἢ ἐκτίμησιν νίκης τινός, ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 3. 3) στρατιωτικαὶ φράσεις: ἐπ’ ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάξασθαι, εἰς βάθος εἴκοσι καὶ πέντε ἀνδρῶν, Θουκ. 4. 93· οὕτως, ἐπ’ ἀσπίδων ὀλίγων τετάχθαι ὁ αὐτ. 7. 79· ἵστασθαι ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 47· ἐπὶ μιᾶς ἀσπίδος, εἰς μίαν γραμμήν, Ἰσοκρ. 136C· ἐπ’ ἀσπίδα, παρ’ ἀσπίδα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπὶ δόρυ) πρὸς τὰ ἀριστερά, καθότι ἡ ἀσπὶς ἦτο ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6, Ἀν. 4. 3, 26, πρβλ. κλίνω IV, 3, κλίσις ΙΙΙ· οὕτω παρ’ ἀσπίδος Αἰσχύλ. Θήβ. 624· ἐξ ἀσπίδος Πολύβ. 11 23, 5· πρβλ. δόρυ ΙΙΙ: ― ἀλλά, παρ’ ἀσπίδα, κυριολεκτ. πλησίον τῆς ἀσπ., Ἰλ. Π. 400· παρ’ ἀσπ. στῆναι, στῆναι ἐν μάχῃ, Εὐρ. Μήδ. 250, Φοίν. 1001· παρ’ ἀσπ. βεβηκέναι αὐτόθι 1073· πονεῖν ὁ αὐτ. Ὀρ. 653, πρβλ. Ἑλ. 734· εἰς ἀσπίδ’ ἥκειν ὁ αὐτ. Φοίν. 1326· ― ἀσπίδας συγκλείειν (πρβλ. συγκλείω)· ἀσπίδα τίθεσθαι, ἢ φέρω ἀσπίδα, ὑπηρετῶ ὡς στρατιώτης, Πλάτ. Νόμ. 756Α, ἢ καταθέτω ἀυτήν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12, ὡς τὸ τίθεσθαι ὅπλα, ἴδε ἐν λ. τίθημι Α. ΙΙ. 10· ― ἐπειδὰν ἀσπὶς ψοφῇ, ὅταν κροτῶσιν αἱ ἀσπίδες, ἐκ τῶν ῥιπτωμένων ὑπὸ τῶν πολεμίων βελῶν, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 29· ἀσπὶς ἐνίοτε ὑψοῦτο ὡς σημεῖον μάχης κτλ., Ἡρόδ. 6. 115, 121, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 27. 4) ἐπὶ στρογγύλης ἀβαθοῦς λεκάνης, Ἀριστοφῶν ἐν «Φιλωνίδῃ» 1. ΙΙ. ἀσπίς, ὄφις φαρμακερὸς τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 4. 191, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 154, ἴδε Νικ. Θ. 157-208, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.