ἀσύνακτος
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ἀσύνακτον, incompatible, incoherent, illogical, Phld.Sign.14, Epict.Ench.44, S.E.P.2.137.
Spanish (DGE)
-ον
1 incongruente, ilógico, no concluyente de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente Phld.Sign.14.2, λόγοι Epict.Ench.44, S.E.P.2.137, cf. M.8.120
•inconciliable τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.Epict.2.1.3.
2 no admitido en la comunidad, proscrito por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A
•excomulgado τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.Agath.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.
German (Pape)
[Seite 380] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύνακτος: несвязный, невяжущийся (λόγοι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνακτος: -ον, ἀσυμφυής, ἀσύμπλεκτος, ἀσυνάρτητος, ἄλογος, Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν ὅταν τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ οὕτως ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «ἐξώβλητος» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.
Greek Monolingual
και ασύναχτος, -η, -ο (AM ἀσύνακτος, -ον) συνάγω
νεοελλ.
1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος
2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος
3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί
αρχ.-μσν.
(για τιμωρημένους κληρικούς) εκείνος που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη
αρχ.
αυτός που δεν παρουσιάζει λογική ακολουθία, ο ασυνάρτητος, ο άλογος.
Translations
incoherent
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol