ἄδακρυς
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A tearless, αἰών Pi.O.2.66, E.Alc.1047, Clearch. 8; ὑπὸ τροφῷ ἄ., of a healthy child, Theoc.24.31.
II = ἀδάκρυτος ΙΙ, E., Med. 861 (lyr.): costing no tears, πόλεμος D.S.15.72; μάχη Plu.Ages.33.
Spanish (DGE)
(ἄδακρῠς) -υ
• Morfología: [gen. -υος]
1 de pers. que no llora οὐκ ἂν δυναίμην ... ἄ. εἶναι no podría dejar de llorar E.Alc.1047, de un niño αἰεὶ ἄ. Theoc.24.31, ἐγὼ δὲ σέ, τέκνον, ἄδακρυς θάψω AP 7.229 (Diosc.), κοῦρος Nonn.D.9.26.
2 de abstr. carente de lágrimas αἰών Pi.O.2.66, ἀ. τῆς δουλείας ὑπουργία Clearch.46.
3 que no produce lágrimas, que no hace verter lágrimas ἄ. μοῖρα φόνου E.Med.861, πόλεμος D.S.15.72, νίκη Plu.2.318b, μάχη Plu.Ages.33.
German (Pape)
[Seite 31] υος, thränenlos, αἰών Pind. Ol. 2, 73; μοῖρα Eur. Med. 861; Sp.; νίκη Plut. fort. Rom. 4; πόλεμος Zenob. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
1 qui ne pleure pas;
2 qui ne fait pas verser de larmes.
Étymologie: ἀ, δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδακρυς: gen. υος
1 бесслезный, неплачущий (αἰών Pind.; παῖς Theocr.): οὐκ ἂν δυναίμην ἄ. εἶναι Eur. я не смог бы удержаться от слез; πῶς ἄδακρυν μοῖραν σχήσεις; Eur. сможешь ли не заплакать над судьбой (детей)?; ἄ. καὶ ἄτεγκτος Plut. без слез и твердо;
2 обошедшийся без слез, т. е. не стоивший жертв (νίκη, μάχη Plut.): πόλεμος οὗτος Λακεδαιμονίοις ἄ. ἔσται Diod. эта война не будет стоить лакедемонянам слез.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδακρῠς: υ, γεν. υος, = ἀδάκρυτος Ι. Πινδ. Ὀ. 2.120, Εὐρ. Ἄλκ. 1047· ὑπὸ τροφῷ ἄδακρυς, ἐπὶ ὑγιοῦς παιδός, Θεόκρ. 24. 31. ΙΙ. ἀδάκρυτος ΙΙ. Εὐρ. Μήδ. 861· μὴ προξενήσας δάκρυα, πόλεμος, νίκη, Διοδ. 15. 72, Πλούτ, 2. 318Β.
English (Slater)
ᾰδακρυς without tears ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66)
Greek Monotonic
ἄδακρῠς: -υ, γεν. -υος I. = ἀδάκρυτος I, σε Πίνδ., Ευρ.
II. = ἀδάκρυτος II, στον ίδ.