ἀποφράγνυμι
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
(better ἀποφάργνυμι), fence off, block, τὰς ὁδοὺς ἀπεφάργνυσαν Th.7.74: metaph., ἀποφάργνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα S.Ant.241.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀποφάργνυμι Th.7.74, 8.104
obstruir con barricadas u obstáculos, bloquear τῷ ... πεζῷ ... τὰς ... ὁδοὺς Th.7.74, ἀποφάρξασθαι αὐτούς (e.d. los atenienses), Th.8.104
•obstruir, taponar con cera los oídos de los compañeros de Odiseo, Eust.1708
•fig. tapar, esconder ἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα levantas una barrera en torno a los hechos S.Ant.241.
German (Pape)
[Seite 335] (s. φράγνυμι), verzäunen, verstopfen, Thuc. 7, 74; εὖ γε στοχάζει κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, du verzäunst dich, schützest dich rings (dich von der Tat absondernd) gegen die Tat, wälzest die Schuld von dir, Soph. Ant. 241, s. ἀποφράττω.
French (Bailly abrégé)
enfermer ; obstruer ; fig. κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα SOPH et tu entoures d'avance de mille précautions le récit de l'événement.
Étymologie: ἀπό, φράγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφράγνῡμι: загораживать, преграждать, блокировать (ὁδούς Theocr.): ἀποφράγνυσαι (v.l. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ πράγμα Soph. ты все ходишь вокруг да около.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφράγνῡμι: ἢ -ύω, ἀποφράττω διὰ φραγμοῦ, ἀποχωρίζω, ἀποκλείω, τὰς ὁδοὺς ἀπεφράγνυσαν Θουκ. 7.74: μεταφ., ἀποφράγνυσαι (ὁ Δινδ. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, «ἀσφαλίζῃ» (Σχόλ.) Σοφ. Ἀντ. 241: πρβλ. ἀποφράσσω.
Greek Monolingual
βλ. αποφράζω.
Greek Monotonic
ἀποφράγνῡμι: ή -ύω, περιφράζω, αποκλείω, αποχωρίζω, σε Θουκ.· μεταφ., σε Σοφ.
Middle Liddell
to fence off, block up, Thuc.: metaph., Soph.
Lexicon Thucydideum
obsepire, to blockade, invest, 7.74.2,
MED. praecludere, to close in front, 8.104.4.