τέρπω

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρπω Medium diacritics: τέρπω Low diacritics: τέρπω Capitals: ΤΕΡΠΩ
Transliteration A: térpō Transliteration B: terpō Transliteration C: terpo Beta Code: te/rpw

English (LSJ)

Od.1.347, etc.; Ep. subj.

   A τέρπῃσι 17.385: Ion. impf. τέρπεσκον Q.S.7.378, AP9.136 (Cyrus): fut. τέρψω S.Tr.1246, etc.: aor. ἔτερψα h.Pan.47, E.Heracl.433, Pl.Lg.658b:—the Pass. and Med. have a fivefold aor.,    1 ἐτέρφθην Od.5.74, 8.131, 17.174, S.OC1140, E.Ion 541 (troch.); rare in Prose, X.Mem.2.1.24.    2 Ep. ἐτάρφθην, τάρφθην, Od.6.99, 19.213,251, 21.57.    3 Ep. ἐτάρπην, τάρπην, 23.300, Il.11.780, al.; inf. ταρπῆναι Od.23.212, and ταρπήμεναι ib.346, Il.24.3; subj. τρᾰπείω, Ep. 1pl. τρᾰπείομεν (v. infr. 11.2).    4 Ep. also ἐταρπόμην, only in 1pl. subj. ταρπώμεθα Od.4.295, al.; also redupl. through all moods, τετάρπετο Il.19.19, 24.513; τεταρπώμεσθα Od.11.212, Il.23.10,98; τεταρπόμενος Od. 1.310, al.    5 aor. 1 ἐτερψάμην, in Ep. subj. τέρψομαι 16.26 (but τέρψομαι is fut. Med. in Il.20.23, S.Fr.677); opt. τέρψαιτο h.Ap. 153; part. τερψάμενος Od.12.188:—delight, gladden, cheer, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων 17.385; τῇ [φόρμιγγι] ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν Il.9.189, al.; πεσσοῖσι . . θυμὸν ἔτερπον Od.1.107; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393; τοὐμὸν . . τ. κέαρ S.Tr.1246; θοίνῃ σε τ. Achae.17; ἡ ἀγγελίη . . ἔτερψε [αὐτούς] Hdt.8.99; sts. in Att. Prose, ἔπεσι . . τὸ αὐτίκα τέρψει will give momentary pleasure, Th.2.41, cf. Pl.Lg. 658b, 658e, etc.; τ. τὴν ἀκοήν, τὰς ἀκοάς, Phld.Po.5.26,28; ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα, prov. in Pl.Phdr.240c, etc.: abs., give delight, Od.1.347, 8.45, S.Aj.475; τὰ τέρποντα delights, Id.OC1217 (lyr.); ῥήματα τέρψαντά τι ib. 1281; οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Th.3.40; τὰ τέρψοντα X.Ages.9.4.    II more freq. in Pass. and Med.,    1 in Ep. the aor. Pass. is used, c. gen. rei, have full enjoyment of, enjoy to one's heart's content, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il.11.780; ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Od.3.70; σίτου τάρφθεν 6.99; τεταρπόμενοι φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο Il.9.705; ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι, 24.3, Od.23.346; φιλότητος ἐταρπήτην ib.300; ἥβης ταρπῆναι ib.212: metaph., take one's fill of lamentation, τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10,98, Od. 11.212, cf. 19.213, 21.57.    2 enjoy or delight oneself, c. dat. instr., φρένα τ. φόρμιγγι Il.9.186; μύθοισι Od.23.301; δαιτί 1.26; γόῳ φρένα 4.102; δίσκοισιν Il.2.774; ἐν θαλίῃς Od.11.603, Hes.Op.115; φιλότητι (or ἐν φ.) τραπείομεν εὐνηθέντε Il.3.441, 14.314 (whereas in the phrase λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες (v.l. -θέντε), Od.8.292, the form τραπείομεν seems to be taken by the poet as belonging to τρέπω, though others retain the usu. sense by connecting λέκτρονδε with εὐνηθέντες or by punctuating after λέκτρονδε); so in Trag., λαμπάδι τερπόμεναι A.Eu.1042 (lyr.), cf. S.OC1140, etc.; delight in, τῇ τῶν πυραμίδων μεγαλειότητι OGI666.26 (Egypt, i A.D.); τοῖς εὐώδεσι Sor. 2.29; ἐπί τισι E.Rh.194: c. part., λόγοις . . οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων S.Ant.691; τέρπεται τιμώμενος E.Ba.321; τί ἂν . . ἀκούσας τερφθείης; X.Mem.2.1.24: abs., πῖνε καὶ τέρπευ drink and be merry, Hdt.2.78.    3 with internal acc., οἴην μοῖραν δέκα μοιρέων τέρπεται ἀνήρ has only one tenth part of the enjoyment, Hes.Fr.162; κενὴν ἐτερπόμην . . τέρψιν S.Fr.577; τέρπου κενὴν ὄνησιν E.Or.1043.    4 freq. with words which limit its sense, θυμῷ Il.19.313, Od.16.26; θυμόν Il.21.45; κατὰ θυμόν Hes.Op.58,358; φρένα Il.1.474, Od.4.102, etc.; φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο Il.19.19, cf. Od.5.74; ἐνὶ φρεσίν 8.368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ 1.310; ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Pi.P.2.74. (Cf. Skt. trpnoti 'take one's fill', Causative tarpáyati 'delight (trans.)', Opruss. ka enterpo . .? 'what is the use of . .?', Goth. paurfts, OE.pearf 'benefit', Goth. parf 'I need'.)

German (Pape)

[Seite 1094] aor. ἔτερψα, pass. τέρπομαι, aor. ἐτάρφθην, Od. 6, 99. 19, 213, u. ἐτέρφθην, 8, 131, wie ἐτάρπ ην, ταρπῆναι u. ταρπήμεναι, Hom. oft, davon conj. τραπείω statt ταρπῶ, im plur. τραπείομεν, Il. 3, 441. 14, 314 Od. 8, 292, u. med. mit Reduplikation τεταρπόμην, τεταρπώμεσθα u. s. w., häufig bei Hom., u. ἐτερψάμην, τερψάμενος Od. 12, 188, τέρψαιτο h. Apoll. 153, gew. aor. II. med. ἐταρπόμην, alle in derselben Bdtg; – sättigen, befriedigen, laben, erquicken, auch vergnügen, ergötzen; vom Sänger, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων, Od. 17, 385; πεσσοῖσι θυμὸν ἔτερπον, 1, 107; τῇ (φόρμιγγι) ὅγε θυμὸν ἔτερπεν, Il. 9, 189; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, 15, 393, erheitern, trösten; τὰ τέρποντα, Soph. O. C. 1219; ῥήματα τέρψαντα, 1283; τοὐμὸν εἰ τέρψεις κέαρ, Trach. 1236; αἱ 'ρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας, Eur. Andr. 207; τέρψαι φρένα, Heracl. 663, u. öfter; ἥτις μοῦσα τοὺς βελτίστους τέρπει, Plat. Legg. II, 658 e; ἥλικα τέρπειν τὸν ἥλικα, sprichwörtlich, gleich u. gleich gesellt sich gern, Phaedr. 240 c. – Häufiger im pass. od. med. sich sättigen, reichlich, bis zur Befriedigung genießen, τινός, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο, 9, 705, vgl. Od. 6, 99; ἐδωδῆς, 3, 70. 201; ὕπνου ταρπήμεναι, Il. 24, 3; εὐνῆς, Od. 23, 346; φιλότητος, 23, 300; ἥβης ταρπῆναι, der Jugend genießen, 23, 212; auch γόοιο, sich der Wehklage ersättigen, sich satt klagen, Il. 23, 10. 98. 24, 513 Od. 11, 212 u. öfter; übh. sich erfreuen, vergnügen, sich erquicken, τινί, woran, wie φόρμιγγι, μύθοισιν, αὐδῇ, δαιτί, δίσκοισιν, γόῳ u. dgl.; auch ἐν θαλίῃς, 11, 603; Hes. O. 119; selten c. acc., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, einen Theil genießen, frg. 56, 6; τέρπεσθαι ὄνησιν, Eur. Med. 1041; Hom. setzt als bes. Bestimmungen hinzu : τέρπεσθαι θυμῷ, Il. 19, 313 Od. 16, 26. 21, 105; θυμόν, Il. 21, 45, wie φρένα, 1, 474 Od. 4, 102. 8, 131 u. öfter; φρεσὶν ᾗσιν, Il. 19, 19 Od. 5, 74; ἐνὶ φρεσίν, 8, 368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ, 1, 310; κατὰ θυμόν, Hes. O. 58. 360; ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται, Pind. P. 2, 74; Tragg. λαμπάδι τερπόμεναι, Aesch. Eum. 994; τέρπεσθαι δόμῳ, Soph. Phil. 458; τέκνοις τερφθεὶς τοῖσδε, Soph. O. C. 1142; τιμαῖς, Eur. Alc. 54; oft auch mit partic., τέρπεται τιμώμενος, Bacch. 321 Phoen. 917 Andr. 1181; in Prosa: πῖνε καὶ τέρπου, Her. 2, 78; ταύταις ταῖς ἡδοναῖς τερπόμενος, Plat. Phil. 47 b; σκοπῶν, τί ἂν ἰδὼν ἢ τί ἀκούσας τερφθείης, Xen. Mem. 2, 1, 24; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τέρπω: Ἐπικ. ὑποτ. τέρπῃσι Ὀδ.· Ἰων. παρατ. τέρπεσκον Ἀνθ. Π. 9. 136, κτλ.· μέλλ. τέρψω Ἀττ.· ἀόρ. ἔτερψα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 47, Εὐρ. Ἡρακλ. 433, Πλάτ. - Τὸ παθητ. καὶ τὸ μέσον ἔχουσι τετραπλοῦν ἀόρ., 1) ἐτέρφθην Σοφ. Ο. Κ. 1140, Εὐριπ., σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· Ἐπικ. ἐτάφθην, τάρφθην Ὀδ. Ζ. 99, Τ. 213, κλπ. (ἂν καὶ ὁ εἰς ε τύπος ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ, Θ. 131, κ. ἀλλ.), γ΄ πληθ. τάρφθεν Ζ. 99. 2) Ἐπικ. ἐτάρπην, τάρπην Ψ. 300. Ἰλ. Λ. 780· συχν. ἐν τῷ ἀπαρεμφ. ταρπῆναι καὶ ταρπήμεναι· καὶ ὑποτ. τρᾰπείω (κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ταρπῶ), Ἐπικ. α΄ πληθ. τρᾰπείομεν (ἀντὶ ταρπῶμεν) κατωτ. ΙΙ. 2. 3) Ἐπικ. ὡσαύτως ἐταρπόμην Ὅμηρ.· ὡσαύτως μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐν πάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι, τεταρπόμην, τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος. 4) ἀόρ. α΄ ἐτερψάμην, ἐν τῇ Ἐπικ. ὑποτ. τέρψομαι Ὀδ. Π. 26· εὐκτ. τέρψαιτο Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 153· μετοχ. τερψάμενος Ὀδ. Μ. 188. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΠ ἢ ΤΑΡΠ· πρβλ. Σανσκρ. t.rip, t.ripa-yâmi (satior), tar-pi-yâmi, (exhilaro)· Γοτθ. thrafst-ja (παραμυθέομαι, παρακαλέω)· Ἀρχ. Γερ. trost· Λιθ. tarp-a· ἴδε ὡσαύτως τρέφω. Παρέχω τέρψιν, εὐφραίνω, προξενῶ χαράν, χαροποιῶ, εὐαρεστῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ὃ κεν τέρπῃσιν ἀείδων Ὀδ. Ρ. 285· τῇ [φόρμιγγι] ὅγε θυμὸν ἔτερπεν Ἰλ. Ι. 189, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ παιγνιδίων, πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107, κλπ.· ἐπὶ διαλόγου ἢ συνομιλίας, καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 1246, Ἀποσπ. 605· ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε [αὐτοὺς] Ἡρόδ. 8. 99· καὶ ἐνίοτε ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, ἔπεσι... τὸ αὐτίκα τέρψει, θὰ παράσχῃ πρόσκαιρον ἢ στιγμιαίαν τέρψιν, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 658Α, Ε, κλπ.· ἧλιξ τέρπει τὸ ἥλικα, παροιμ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 240C, κλπ.· - ἀπολ., παρέχω τέρψιν, Ὀδ. Α. 347, Θ. 45, Σοφ. Αἴ. 475· τὰ τέρποντα, αἱ τέρψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1218· ῥήματα τέρψαντα αὐτόθι 1281· οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Θουκ. 3. 40· τὰ τέρψαντα Ξεν. Ἀγησ. 9, 4. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσ., 1) παρ’ Ἐπικ. ὁ παθ. ἀόρ. εἶναι ἐν χρήσει μετὰ γεν. πράγματ., ἀπολαύω πλήρους τέρψεως ἔκ τινος, ἀπολαύω τινὸς ἐν πλήρει τέρψει ἢ κόρῳ, «χορταίνω» τι, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Ἰλ. Λ. 780· ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Ὀδ. Γ. 70 σίτου τάρφθεν Ζ. 99· τεταρπόμενος σίτου καὶ οἴνοιο Ἰλ. Ι. 705· ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι Ἰλ. Ω. 3, Ὀδ. Ψ. 346· φιλότητος ἐταρπήτην αὐτόθι 300· ἥβης ταρπῆναι αὐτόθι 212· μεταφορ., τεταρπώμεσθα γόοιο, ἂς χορτάσωμεν θρηνοῦντες, Ἰλ. Ψ. 10, 98, Ὀδ. Λ. 212, πρβλ. Τ. 213, Φ. 57. 2) τέρπω ἐμαυτόν, εὐφραίνομαι, «διασκεδάζω», μετὰ δοτ. τρόπου, φόρμιγγι, μύθοισι, δαιτί, δίσκοισι Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· οὕτω, τ. ἐν θαλίῃς Ὀδ. Λ. 603, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 115· φιλότητι (ἢ ἐν φ.) τραπείομεν εὐνηθέντε Ἰλ. Γ. 441., Ξ. 314· (ἐν ᾧ ἐν τῇ φράσει λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντε, Ὀδ. Θ. 292, ὁ τύπος τραπείομεν φαίνεται ἀνήκων εἰς τὸ ῥῆμα τρέπω, ἕτεροι ὅμως ἑρμηνεύουσι μὲ τὴν συνήθη σημασίαν ἀποδιδόντες τὸ λέκτρονδε εἰς τὸ εὐνηθέντε)· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, λαμπάδι τερπόμεναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 1042, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1140, κλπ.· ἐπί τινι Εὐρ. Ρῆσ. 194· - ὡσαύτως μετὰ μετοχ., σὺ μὴ τέρψει κλύων Σοφ. Ἀντ. 691· τέρπεται τιμώμενος Εὐριπ. Βάκχ. 321· τί ἄν... ἀκούσας τερφθείης; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· - ἀπολ., πῖνε καὶ τέρπου, καὶ «διασκέδαζε», Ἡρόδ. 2. 78. 3) σπανίως μετὰ αἰτ., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, ἀπολαύειν μέρους μόνον, Ἡσ. Ἀποσπ. 56. 6· - ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., κενὴν ἐτερπόμην... τέρψιν Σοφ. Ἀποσπ. 508· τέρπου κενὴν ὄνησιν Εὐρ. Ὀρ. 1043. 4) συχν. μετὰ λέξεων περιοριζουσῶν καὶ προσδιοριζουσῶν στενώτερον τὴν ἔννοιαν αὐτοῦ, τέρπεσθαι θυμῷ Ἰλ. Τ. 313, Ὀδ. Π. 26· θυμὸν Ἰλ. Φ. 45· κατὰ θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58, 355· φρένα Ἰλ. Α. 474, Ὀδ. Δ. 102, κλπ.· φρεσὶν ᾗσιν Ἰλ. Τ. 19, Ὀδ. Ε. 74· ἐνὶ φρεσὶν Θ. 368· τεταρπόμενος φίλον κῆρ Α. 310· ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Πινδ. Π. 2. 135. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.