τρίβος

From LSJ
Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίβος Medium diacritics: τρίβος Low diacritics: τρίβος Capitals: ΤΡΙΒΟΣ
Transliteration A: tríbos Transliteration B: tribos Transliteration C: trivos Beta Code: tri/bos

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, but ὁ in E.Or.1251,1258, El.103, Plu.Arat.22: (τρίβω):—

   A worn or beaten track, ἐν τρίβῳ μάλιστα οἰκημένοι in the path (of the war), Hdt.8.140. β' (so ἐν τ. τοῦ πολέμου κείμενος D.H.6.34, 11.54); τ. ἁμαξήρης E.Or.1251; λεπτὴν τ. ἐξανύσαντες Theoc. 25.156; ἡ τ. τῆς ἀτραποῦ the track of the path, D.S.17.49; διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί by following a track, X.Cyr.4.5.13.    2 metaph., path, h.Merc.448; ποίην τις βιότοιο τάμοι τρίβον; AP9.359 (Posidipp.); βιότου τ. ὁδεύειν Anacreont.38.2; ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; AP5.301.1 (Agath.); τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τ. track, Plu.2.68of: pl., τρίβοι ἐρώτων A.Supp.1042 (lyr.).    II rubbing, attrition, Id.Ag.391 (lyr.); τ. κρηπῖδος the rubbing of a shoe, Aret.SD2.12.    2 socket, friction-joint, ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος . . τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη Hp.Art.7, cf. 55; τὸ ἔθος τρίβον ποιεῖ Id.Mochl.41; area of friction or pressure of a bandage, Id.Off.8.    3 delay, A.Ag.197 (lyr.).    III bodily exercise, Nic. Al.592 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1140] ἡ, auch ὁ, Eur. Or. 1248, Pors., u. Plut. Arat. 22, – 1) ein durch vieles Gehen abgeriebener, gebahnter Weg, vielbetretener Fußsteig, H. h. Merc. 448; die große Landsträße, ἁμαξήρης, Eur. Or. 1251 u. öfter; Her. 8, 140, 2; Xen. Cyr. 4, 5, 13; sp. D., βιότου Anacr. 38, 2, ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; Agath. 3 (V, 302). – 2) das Reiben, Aesch. Ag. 380, κρηπῖδος. – Auch die durch Reiben entstandene Höhlung, das Loch, Hippocr. – 3) übtr. wie τριβή, Uebung und dadurch erlangte Geschicklichkeit, Hippocr.; das Verweilen wobei, Beschäftigung womit, Umgang, Aesch. Suppl. 1026; auch Aufenthalt, Verzug, παλιμμήκη χρόνον τεθεῖσαι τρίβῳ Aesch. Ag. 190.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβος: [ῐ], ἡ, ἀλλά, ὁ, ἐν Εὐριπ. Ὀρ. 1251, 1258, Ἠλ. 103, Πλουτ. Ἄρατ. 22· (τρίβω) - τετριμμένη ἢ πεπατημένη ὁδός, ἢ ἀτραπός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 148· ἐντεῦθεν ἡ δημοσία ἢ μεγάλη ὁδός, ἐν τρίβῳ οἰκημένοι Ἡρόδ. 8. 140, 2· (πρβλ. ἐν τρ. τοῦ πολέμου κεῖσθαι, Διον. Ἁλ. 6. 34, κλπ.)· τρ. ἁμαξήρης Εὐρ. Ὀρ. 1251· λεπτὴν τρ. ἐξανύσαι Θεόκρ. 25. 156· ἡ τρ. τῆς ἀτραποῦ, Διόδ. 17. 49· διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί, ἀκολουθήσαντες ἀτραπόν τινα, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13. 2) μεταφ., ὁδὸς τοῦ βίου, βιότου τρ. ὁδεύειν Ἀνακρεόντ. 41. 2· ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; Ἀνθ. Π. 5. 302· τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τρ. Πλούτ. 2. 680F· οὕτω, τρίβοι ἐρώτων, περίφρ. ἀντὶ τοῦ ἔρωτες, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1043. ΙΙ. τριβή, προστριβή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 391· τρ. κρηπῖδος, ἡ προστριβὴ πεδίλου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12. 2) κοιλότης γενομένη ἐκ τῆς τριβῆς, τρίβον ἑαυτῇ πεποιημένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, πρβλ. π. Ἄρθρ. 822. ΙΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ τριβὴ ΙΙ, ἄσκησις, ἐφαρμογή, χρῆσις, τρίβον λαμβάνω, συνηθίζω εἰς τόπον τινὰ ἢ πρᾶγμα, Ἱππ. 822Ε, πρβλ. 783F. 2) διατριβή, ἀναβολή, μέλλησις (‘exquisitus pro τριβή,’ Herm.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 197. IV. σωματικὴ ἄσκησις ἢ γύμνασις, Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 592.