θυμόω

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόω Medium diacritics: θυμόω Low diacritics: θυμόω Capitals: ΘΥΜΟΩ
Transliteration A: thymóō Transliteration B: thymoō Transliteration C: thymoo Beta Code: qumo/w

English (LSJ)

   A make angry, provoke, LXX Ho.12.14(15): once in Trag., ὥστε θυμῶσαι φρένας E.Supp.581.    II Med. and Pass., 2sg. θυμοῖ Ar.Ra.584: fut. -ώσομαι A.Ag.1069, -ωθήσομαι LXXJb.21.4, Phld.Ir. p.89W.: aor. ἐθυμωσάμην E.Hel.1343(lyr.), more freq. ἐθυμώθην Hdt.3.1, al.; part. -θείς E.Ph.461, Pl.Lg.931b: pf. inf. τεθυμῶσθαι Hdt.3.52, A.Fr.478, Pl.Ep.346a:—to be wroth or angry, abs., Hdt. 3.1, A.Ag.l.c., Sor.1.88, etc.; θυμοῦ δι' ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη S.OT 344; εἰς ἔριν θ. Id.Aj.1018; of animals, to be wild, restive, Id.Ant. 477, X.Eq.1.10; θυμοῦσθαι εἰς κέρας vent fury with the horns, Virgil's irasci in cornua, E.Ba.743; cf. ἀοιδὸς ἐς κέρας τεθύμωται Call.Iamb. 1.321; τὸ θυμούμενον passion, Antipho 2.3.3, Th.7.68; θυμοῦσθαί τινι to be angry with one, A.Eu.733, S.Tr.543, 1230, Pl.Prt.324a; ἔς τινα Hdt.3.52; περί τινος A.Ag.1368 (prob. for μυθοῦσθαι) ; βοῦς πρὸς τὸν ἐλαύνοντα -ωθείς Plu.Dio38; σοι θυγατέρος -ούμενος E.Or.751 (troch.): c. dat. rei, τῇ ξυντυχίᾳ Ar.Ra.1006.

German (Pape)

[Seite 1225] zornig machen, LXX. Gew. pass. mit fut. med., zornig werden, zürnen; absol., Aesch. Ag. 1039; Soph. Phil. 323 u. öfter; Plat. Prot. 323 d u. sonst; τινί, Aesch. Eum. 703; Soph. Tr. 540; Eur. Suppl. 492; so gew. in Prosa; τινί τινος, auf Einen wegen einer Sache, Eur. Or. 741; τῇ ξυντυχίᾳ Ar. Ran. 1006; ἔς τινα, Her. 3, 52; ἐπί τινι, D. C. 78, 26; übh. heftig werden, Soph. O. C. 1422; von Thieren, βοῦς πρὸς τὸν ἐλαύνοντα θυμωθείς Plut. Dion. 38. – Τὸ θυμούμενον, der Zorn, Antiph. II γ 3; Thuc. 7, 68.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόω: παροργίζω, παροξύνω, Ἑβδ. (Βʹ Βασιλ. ΙΖʹ, 20, κ. ἀλλ.)· - τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀττ.· ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 581 ἡ διόρθωσις τοῦ Dindorf ὡς τεθυμῶσθαι φρένας (ἀντὶ ὥστε θυμῶσαι) φαίνεται ἐπιτυχής. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., βʹ ἑνικ. θυμοῖ Ἀριστοφ. Βατρ. 584: μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1069, -ωθήσομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἐθυμωσάμην Εὐρ. Ἑλ. 1347 (λυρ.)· συχνότερον ἐθυμώθην Ἡρόδ. 3. 1., 5. 33., 7. 11, κ. ἀλλ., Ἀττ.· πρκμ. ἀπαρ. τεθυμῶσθαι Ἡρόδ. 3. 52, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 369, Ἐπιστ. Πλάτ. 346Α, ἴδε ἀνωτ. 1· - εἶμαι ὡργισμένος, ἀπολ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. κλ.· θυμοῦ δι’ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη ὁ αὐτ. Ο. Τ. 314· εἰς ἔριν θ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1018· ἐπὶ ζῴων, εἰμαι ἄγριος, δυσπειθής, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 477, Ξεν.· θυμοῦσθαι εἰς κέρας, ἐκδηλοῦν τὴν ἐσωτερικὴν μανίαν διὰ σαλπισμάτων, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου: irasci in cornua, Elmsl. Βάκχ. 742· τὸ θυμούμενον, θυμός, ὀργή, ὀργίλος χαρακτήρ, Ἀντιφῶν 118. 16, Θουκ. 7. 68· - θυμοῦσθαί τινι, τὸ ὀργίζεσθαι ἐναντίον τινός. Αἰσχύλ. Εὐμ. 733, Σοφ. Ἀποσπ. 543, 1230, Πλάτ., κλ.· ὡσαύτως, εἴς τινα Ἡρόδ. 3. 52· περί τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1368 (κατὰ τὸν Ahr. ἀντὶ μυθοῦσθαι)· πρός τινα Πλούτ. Δίωνι 38· θυμοῦσθαι τινί τινος, ὀργίζεσθαί τινι περί τινος πράγματος, Εὐρ. Ὀρ. 751· μετὰ δοτ. πράγμ., ὀργίζομαι διά τι, Ἀριστοφ. Βατρ. 1006.