λέων
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
English (LSJ)
οντος, ὁ, Ep. dat. pl.
A λείουσι Il.5.782, etc., λεόντεσσι IG12(2).285 (Mytil., prob.):—lion, ὠμοφάγοι λ. Il.l.c.; αἴθων 18.161; χαροποί Od.11.611; ὀρεσίτροφος 6.130, cf. Hdt.7.126; cf. λίς: metaph., of Artemis, σὲ λέοντα γυναιξὶ Ζεὺς θῆκεν Zeus made thee a lion toward women (because she was supposed to cause their sudden death), Il. 21.483; used of savage persons, A.Ch.938 (lyr.); but also, of brave men, Id.Ag.1259, E.Or.1401 (lyr.), 1555; of a baby, Ar.Th.514 (but by way of contrast, of a coward, λέοντ' ἄναλκιν, of Aegisthus, A.Ag. 1224); οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες Ar.Pax1189 (lyr.); ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι Pl.R.590b; ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, of a dangerous undertaking, 'to bell the cat', ib.341c. 2 Leo, the sign in the Zodiac, Eudox. ap. Hipparch.1.2.8, Euc.Phaen.p.12 M., Arat.148, IG14.1307. 3 = λεοντῆ, lion's skin, Luc.Hist.Conscr.10. 4 as an ornament, BGU387ii5 (ii A.D.). II a kind of crab, Diph.Siph. ap.Ath.3.106c, Ael.NA14.9. III a kind of serpent, Nic.Th.463, f.l. in Artem.2.13. IV = λεοντίασις, Aret.SD2.13. V a kind of dance, Ath.14.629f, Poll.4.104. VI title of grade of initiates in the mysteries of Mithras, Porph.Abst.4.16. VII a sea-monster, Ael.NA9.49, Opp.H.1.367, Nonn.D.1.273. VIII = ὀροβάγχη, Dsc.2.142, Gp.2.42 tit.
German (Pape)
[Seite 37] οντος, ὁ, 11 der Löwe, Hom. u. Folgde; er heißt bei Hom. ὀρεσίτροφος, Od. 6, 130, αἴθων, 18, 161, ἠϋγένειος, 18, 318, χαροπός, Od. 11, 610, κρατερός, u. ä. ἐρίβρομος, βαρύκομπος u. βαρυφθέγκτης Pind. Ol. 10, 21 P. 5, 58; ὠμηστής, Aesch. Ag. 801, wie ὠμοφάγος, Il. 5, 782. – Oft übtr., wie bei uns, οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες, Ar. Par 1189 u. a. D.; auch Plat. sagt ὅταν τις τὸ θυμοειδὲς ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γενέσθαι, Rep. IX, 590 b. – Hom. auch von der Artemis, Ζεύς σε λέοντα γυναιξὶ θῆκε, Zeus machte dich den Weibern zum Löwen, d. i. zur Verderberinn, Il. 21, 483, denn plötzliche Todesfälle der Frauen schrieb man der Artemis zu. – Sprichwörtlich λέοντα ξυρεῖν, Plat. Legg. IV, 707 a, u. λέων ξίφος ἔχων, Paroem. App. 3, 64. Die poet. Formen λείων u. λῖς s. besonders. – Auch als Himmelszeichen, Arat. 147; = λεοντῆ, Luc. hist. conscr. 10. – 2) eine Krebsart, μείζων τοῦ ἀστακοῦ, Ath. III, 106 c; – eine Schlangenart, Nic. Ther. 464; – eine Krankheit, Aret.; – ein Tanz, Ath. XIV, 629 f; Poll. 4, 104. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
λέων: -οντος, ὁ· Ἐπικ. δοτ. πληθ. λείουσι Ἰλ. Ε. 782, κτλ., λεόντεσσι Συλλ. Ἐπιγρ. 2168· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λεοντάρι», ὠμοφάγος Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· αἴθων Σ. 161· χαροπὸς Ὀδ. Λ. 611· ὀρεσίτροφος Ζ. 130, πρβλ. λῖς· - μεταφ. ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ζεύς σε λέοντα γυναιξὶ θῆκε, σὲ ἔκαμε λέοντα πρὸς τὰς γυναῖκας, διότι ἐπιστεύετο ὅτι αὕτη προυξένει τὸν αἰφνίδιον αὐτῶν θάνατον, Ἰλ. Φ. 483 (ἔνθα τὸ λέων κεῖται ὡς θηλ.)· - ἐν χρήσει ἐπὶ ἀγρίων, θηριωδῶν ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Χο. 939· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ γενναίων ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1259, Εὐρ. Ὀρ. 1401, 1555, Ἀριστοφ. Θεσμ. 514· καὶ ἐν ἀντιθέσει, ἐπὶ δειλῶν, λέοντ’ ἄναλκιν, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1224· οἴκοι λέοντες, ἐν μάχῃ δ’ ἀλώπεκες Ἀριστοφ. Εἰρ. 1189· ἀντὶ λέοντος πίθηκον γενέσθαι Πλάτ. Πολ. 590C· ἴδε ἐν λ. ξυρέω· - Τοὺς λέοντας προφανῶς ἐγίνωσκεν ὁ Ὅμηρος· μεταχειρίζεται αὐτοὺς εἰς παρομοιώσεις, Ἰλ. Κ. 297., Ρ. 133, κτλ.· περιγράφει τὸν τρόπον καθ’ ὃν ἐπιπηδῶσιν ἐπὶ τῆς λείας των, Ε. 161., Υ. 168· τὴν συνήθειαν αὐτῶν τοῦ νὰ προσβάλλωσι ποίμνια καὶ τὰς μάνδρας αὐτῶν, Κ. 485., Μ. 299, κτλ.· κυνήγιον λεόντων, Υ. 164, κ.ἑξ.· ὁ Ἡρόδ. ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὡς εὑρισκομένων ἐν Μακεδονίᾳ, Η. 125· ὁ Ἀριστ. ὡσαύτως λέγει περὶ αὐτῶν ὅτι ὑπῆρχον εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ Ἠπείρου, Ἱστ. π. τὰ Ζ. 6. 31. 2., 8. 28, 11· καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Παυσ. ὑπῆρχον ἐν Θρᾴκῃ, 6. 5, 4. 2) Λέων ὁ ἐν τῷ Ζῳδιακῷ ἀστερισμός, Ἄρατ. 147, Συλλ. Ἐπιγρ. 6179. 3) = λεοντῆ, λέοντος δέρμα, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10· πρβλ. ἀλώπηξ. ΙΙ. εἶδος καρκίνου, Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 106C. ΙΙ. εἶδος ὄφεως, Νικ. Θ. 454, Ἀρτεμίδ. 2. 13. IV. = λεοντίασις, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. V. εἶδος χοροῦ, Ἀθήν. 629F, Πολυδ. Δ. 104· πρβλ. ἀλώπηξ VI. VI. λέοντες ἐκαλοῦντο ἄνδρες ἀφιερωμένοι εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Μίθρα, ἴδε ὕαινα ΙΙΙ. (Ἕτερος τύπος ὑπάρχει λῖς, πρβλ. λέαινα, Λατ. le-o, Ἀρχ. Γερμ. lew-on, Σλαυ. liv-u. Τινὲς ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ Ἑβρ. laish· ἀλλ’ ἡ ὕπαρξις τοῦ θηρίου ἐν Ἑλλάδι, καὶ οἱ ἀνεξάρτητοι τύποι τῆς λέξεως ἐν ἄλλαις Ἰνδοευρωπαϊκαῖς γλώσσαις ἀντίκεινται εἰς τὴν τοιαύτην ἐτυμολογίας.)