ὑποβολή

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβολή Medium diacritics: ὑποβολή Low diacritics: υποβολή Capitals: ΥΠΟΒΟΛΗ
Transliteration A: hypobolḗ Transliteration B: hypobolē Transliteration C: ypovoli Beta Code: u(pobolh/

English (LSJ)

ἡ:    I actively, a throwing or laying under, στρωμάτων, opp. περιβολή, Pl.Plt.280b; μεθ' ὑποβολῆς πλείονος φλογός Sor.1.50; ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑ. setting men in ambush, Plb.3.105.1; ἐπανάγονται τρισὶ τριήρεσιν ἐξ ὑ. Id.15.2.12.    2 substitution by stealth, esp. of suppositious children, Pl.R.538a, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 vii 10 (pl.), Luc.Salt.37; ὑποβολῆς γράφεσθαί τινα charge one with being supposititious, AB312, cf. sq.; also ὑ. κλειδῶν substitution of false keys, Plu. Rom.22.    3 suggesting, reminding, ἐξ ὑποβολῆς by admonition, X. Cyr.3.3.37; ἐξ ὑπομνής εως καὶ ὑ. . . τοῦ ἐπισκόπου on the suggestion of... Sammelb.7475.8 (vi/vii A. D.); τίνος ὑποβολῇ; = cujus impulsu ? Gloss.; ὑ. ἡ πρὸς ἄρχοντα ἢ βασιλέα γινομένη ἀναφορὰ ἤτοι διδασκαλία, = suggestio, ibid.; τὰς τῶν περιστάσεων ὑ. the influence of circumstances (on Hannibal's actions), Plb.9.24.3; ἐξ ὑ. δυέναι τὸν ὅρκον at the dictation of another, Polem.Hist.83; ἐξ ὑ. λέγειν deliver a speech with a prompter at hand (= λέγειν τὸ ἐξ ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς ὑποβαλλόμενον), Apollon. ap. Sch.B Il.19.80:—τὰ Ὁμήρου ἐξὑ. γέγραφε ῥαψῳδεῖσθαι (sc. Σόλων) , οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν, ἐκεῖθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον Solon enacted that the poems of Homer should be recited from a cue... D.L.1.57: ὑποβολή perh. = ῥαψῳδία in Michel 913 (Teos, ii B. C.): cf. ὑποβάλλω 111, ὑποβλήδην, ὑπόλήψις 1.1.    4 interruption, διακόπτειν ἐξ ὑ. τὸν λόγον Sch.B Il.19.80.    5 Medic., αἱ ἐξ ὑ. ἐγχρίσεις anointing by interposition or beneath (the eyelid), opp. αἱ κατ' ἐκτροπήν, Antyll. ap. Orib.10.23.24; καθ' ὑποβολήν Sever. ap.Aët.7.32.    II passively, that which is put under, foundation, groundwork, πρὸς τὴν Ῥωμύλου . . αὔξησιν τὴν μὲν Τύχην ὑποβολὰς κατατεθεῖσθαι, τὴν δ' Ἀρετὴν ἐξῳκοδομηκέναι Plu.2.320b; ἀρχὴ καὶ ὑ. τοῦ σωφρονεῖν ἡ ἐν σίτοις καὶ ποτοῖς ἐγκράτεια Muson.Fr.18Ap.94 H.; φυσικὴν εἶναι ὑ. τῇ ψυχῇ πρὸς καλοκἀγαθίαν a natural foundation or capacity for... Id.Fr.2p.7H.; ἐν πολλοῖς [τῶν ζῴων] ὑποβολὰς ἔχων πρὸς τὸ τέλειον [ὁ λόγος θεωρεῖται] Porph.Abst.3.2; subject-matter of discourse, Luc.Dem.Enc.21.

German (Pape)

[Seite 1211] ἡ, die Handlung des ὑποβάλλω, – 1) das Darunterwerfen, Unterlegen, λίθου Luc. salt. 37; ἐνεδρευόντων, das Hineinlegen der Nachstellenden in einen Hinterhalt, die verborgene Stellung eines Hinterhaltes, Pol. 3, 105, 1; ἐξ ὑποβολῆς, aus dem Hinterhalt, 15, 2, 12; das Unterschieben, bes. fremder, unächter Kinder, τέκνων Plat. Rep. VII, 538 a; Plut. Rom. 22; ὑποβολῆς γράφεσθαί τινα, Einen der unächten Geburt anklagen, B. A. 312; dah. übh. Verfälschung, κλειδῶν, das Nachahmen der Schlüssel, Plut. Rom. 22. – 2) das unter den Fuß, an die Hand Geben, Vorsagen, ἐξ ὑποβολῆς ὀμνύναι, einen vorgesprochenen Eid schwören, Polemo bei Macrob. Sat. 5, 19; die Eingebung, Warnung, der Rath, ἐξ ὑποβολῆς, auf vorangegangene Verwarnung, Xen. Cyr. 3, 3, 37; Pol. 9, 24, 3. – 3) das Einfallen in die Rede, Unterbrechung, Erwiderung; dah. ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖσθαι, singen, indem da, wo der Eine aufhört, der Andere sogleich anknüpft und fortfährt, D. L. 1, 57, wie ἐξ ὑπολήψεως, s. Wolf proleg. p. CXLI. – 4) die untergelegte Sache, Grundlage, ὑποβολὰς κατατίθεσθαι Plut. fort. Rom. 8; auch Gegenstand der Behandlung, z. B. λόγου, Stoff einer Rede, = ὑπόθεσις, Luc. Dem. enc. 21. – Auch natürliche Anlage, Musonius bei Stob. ecl. 2 p. 428.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβολή: ἡ, (ὑποβάλλω)· Ι. ἐνεργητικῶς, τὸ ὑποβάλλειν, ἁπλώνειν κάτωθεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιβολή, Πλάτ. Πολιτικ. 280Β· ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑπ., ἡ κεκρυμμένη θέσις τῶν ἐνεδρευόντων, Πολύβ. 3. 105, 1. 2) τὸ ὑποβάλλειν, τιθέναι ὑποκάτω νόθον τέκνον ἀντὶ τοῦ γνησίου, ἐπὶ ὑποβολιμαίου τέκνου, Πλάτ. Πολ. 538Α, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 32· «ὑποβολῆς γραφὴς τί ἐστίν; εἶδος ἐγκλήματος, εἴ τις ἐγκαλοίη τινὶ ὡς ὑποβολιμαῖος εἴη, ἐγράφετο ὑποβολῆς καὶ ἁλόντα αὐτὸν ἔδει πεπρᾶσθαι» Ἀν. Βεκ. 311, 33, πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ὡσαύτως, ὑπ. κλειδῶν, ἀντικατάστασις ψευδῶν κλειδίων, Πλουτ. Ρωμ. 22· ὑπ. προσώπου εἶναι «ὅτανῥήτωρ θέλων τι εἰπεῖν πρὸς τὸ ἀνεκτότερον ἄλλῳ προσώπῳ τὸν λόγον περιθῇ» Ρήτορ. (Walz) τ. 8. σ. 539. 3) ὑπόμνησις, ἐξ ὑποβολῆς, δι’ ὑπομνήσεως, εἰσηγήσεως ἢ συμβουλῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 37· πρβλ. Πολύβ. 9. 24, 3., 15. 2, 12· ἐξ ὑποβολῆς διιέναι τὸν ὅρκον, καθ’ ὑπαγόρευσιν ἄλλου, Πολέμων παρὰ Μακροβ. 5. 19, 28· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ἕρμανν. ἑρμηνεύει ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖν, ἀπαγγέλειν ποίημα ἐπὶ δεδομένης ὑποθέσεως, Διογ. Λαέρτ. 1. 57· ἴδε Opusc. 5. 300 κἑξ., 7. 65 κἑξ.· ἐν ᾧ ὁ Wolf. Proleg. II. σ. cxl., οὗ τὴν γνώμην ὑποστηρίζει καὶ ὁ Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2. 676, 1125, λαμβάνει τὸ ἐξ ὑποβολῆς = ἐξ ὑπολήψεως, ἀναλαμβάνων τὸ ποίημα ἐκεῖθεν ὅπουἕτερος ἐπαύσατο ἀπαγγέλων· πρβλ. ὑποβάλλω ΙΙΙ, ὑποβλήδην· - ὅθεν ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3088 ὑποβολὴ ῥαψῳδία, ἴδε Βöckh σ. 677. 4) ἐξ ὑποβολῆς, ὡσαύτως, διὰ διακοπῆς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Τ. 80. - Ἐν. τῇ Ρητορ. «ἐξ ὑποβολῆς, τουτέστιν ἔξωθεν ὑποβάλλειν τῷ ὑποκειμένῳ πράγματι κτλ.» Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 122, 27. ΙΙ. παθητικῶς, τὸ ὑποβαλλόμενον, ὑποκάτω τιθέμενον, βάσις, θεμέλιον, Πλούτ. 2. 320Β· ὑπ. τοῦ σωφρονεῖν ἡ ἐγκράτεια Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 160. 1· φυσικὴ ὑπ. τῇ ψυχῇ πρός τι, φυσικὸν θεμέλιον ἢ δεξιότης, ἱκανότης πρός..., ὁ αὐτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 428· - ὡς τὸ ὑπόθεσις, ἡ ὑπόθεσις λόγου τινός, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 21.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. action de jeter sous, d’où
I. action de mettre une ch. sous une autre;
II. action de supposer, particul. :
1 supposition d’enfant;
2 falsification : κλειδῶν PLUT substitution de fausses clés;
III. suggestion, avertissement, avis pour rappeler;
B. ce qui est placé dessous ; base, fondement ; particul. sujet d’un discours.
Étymologie: ὑποβάλλω.