συνεξανίστημι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A stir up or excite together, Plu.2.44c. II Pass., with aor. 2 and pf.Act., rise and come forth with, Id.Ages.12; to be roused to action or ready for action with or together, ἅμα τισί Id.Pyrrh.11; πρός τι Id.Dem.18, Cat. Mi.59; σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4. 2 rise in rebellion, revolt along with or together, Id.5.39.4, etc.; τινι D.C.71.27. 3 to be in enthusiastic sympathy with, τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξανίστημι: ἐξανίστημι, διεγείρω ἢ ἐξεγείρω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ προσέρχομαι μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· πρός τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ.
French (Bailly abrégé)
I. tr. exciter avec ou en même temps;
II. intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.
1 se lever avec;
2 se soulever avec : πρός τι contre qch;
3 croître ou pousser avec.
Étymologie: σύν, ἐξανίστημι.