βραδύς

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδύς Medium diacritics: βραδύς Low diacritics: βραδύς Capitals: ΒΡΑΔΥΣ
Transliteration A: bradýs Transliteration B: bradys Transliteration C: vradys Beta Code: bradu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ: Comp.

   A βραδύτερος Th.4.8; metath. βαρδύτερος Theoc.29.30; βραδίων Artem.1.70: Sup. βραδύτατος Ar.Fr.357, also βράδιστος (metath. βάρδιστος Il.23.310,530, Doroth(?).ap.Heph. Astr.3.30) Aret.SD1.6, βραδίστατος Ael.Fr.325 :—slow, κιχάνει τοι β. ὠκύν Od.8.329, etc.: c. inf., ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.23.310; β. λέγειν E.HF237, etc.; τὸ β. delay, Pl.Lg. 766e. Adv. βραδέως, χωρεῖν Th.5.70; θεῖν Pl.Prt.336a, etc.: Comp. -ύτερον Hp.Prog.22, Pl.Tht.190a; βραδυτέρως Aen.Tact.16.12; βράδῐον Hes.Op.528, Sor.1.117 (condemned by Luc.Sol.7): Sup. -ύτατα Pl.Ti.39b.    2 of the mind, dull, sluggish, ἐπιλήσμων καί β. Ar.Nu.129; opp. ἀγχίνους, Pl.Phdr.239a; βράδιστοι τὴν γνώμην Aret.l.c.: c. inf., προνοῆσαι βραδεῖς Th.3.38; τὸ β. καὶ μέλλον slowness and deliberation, Th.1.84. Adv. βραδέως, βουλεύεσθαι ib.78; β. ὀλίγην ὀργὴν ποιεῖσθαι Pl.Phdr.233c.    3 in Egypt, of illiterates, βραδέως, βραδύτερον γράφειν, PTeb.316.101 (i A. D.), PRyl.173.13 (i A. D.); also βραδέα γράφουσα BGU446.19 (ii A. D.).    II of Time, tardy, late, σὺν χρόνῳ β. μολών S.Tr.395, cf. Th.7.43; βραδεῖαν . . ὁδὸν πέμπων S.Aj.738. Adv., ἕως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας D.L.2.139: neut. as Adv., ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Hld.2.29; βράδιον ἀπογαλακτίζειν Sor. l.c.

German (Pape)

[Seite 461] εῖα, ύ, langsam; βραδέες ἵπποι Iliad. 8, 104; Gegensatz ὠκύς Odyss. 8, 329 κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν, ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν; Gegensatz ταχύς Plat. Tim. 80 a; θᾶττον καὶ βραδύτερον Phil. 25 c; ὀξύς Thuc.; ποδωκέστατοι – βραδύτατοι Xen. Cyn. 5, 17; τὸ βραδύ, die Langsamkeit, Plat. Legg. VI, 766 e; c. inf., ὠφελεῖν πάτραν, saumselig, Eur. bei Ar. Ran. 1427. – Vom Geiste, dem ἀγχίνους entgeggstzt, Plat. Phaedr. 239 a; vgl. Iliad. 10, 226. – Von der Zeit, spät, Thuc. 7, 43; σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών Soph. Tr. 395; ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Heliod. 2, 29; βραδέως τῆς ἡμέρας D. L. 2, 139. – Comparat. gew. βραδύτερος, βραδύτατος; auch βραδίων, Hes. O. 526; Plut. Fab. 12; βράσσων (aus βραδίων) Hom. Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις; aber Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ λέξει. Vgl. unter βράζω, βραχύς und βράσσων. – Superl. βράδιστος, E. M.; βάρδιστος, s. oben besonders.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδύς: εῖα, ῦ, συγκρ. βραδύτερος, Ἱππ. Προγν. 44· μεταθ. βραδύτερος Θεόκρ. 29. 30· ποιητ. βραδίων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 526· βράσσων (ἴδε ἐν λ.)· ὑπερθ. βραδύτατος, ὡσαύτως βράδιστος (μεταθ. βάρδιστος Ἰλ. Ψ. 310. 530), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 324. (Πρὸς √ ΒΡΑΔ, πρβλ. Σανσκρ. mridus (tener, lentus), Σλαυ. mlad ŭ (tener).) Βραδύς, ἀντίθετ. τῶ ταχὺς ἢ ὠκύς, Ὅμ., κτλ.: - μ. ἀπαρ., ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιστοι θείειν, βραδύτατοι εἰς τὸ τρέχειν, Ἰλ. Ψ. 310· β. λέγειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 237, κτλ.: - Ἐπίρρ., βραδέως χωρεῑν Θουκ. 5. 70· θεῖν Πλάτ. Πρωτ. 336Α. κτλ.· συγκρ. -ύτερον ὁ αὐτ. Θεαιτ. 190Α· ὑπερθ. –ύτατα ὁ αὐτ. Τιμ. 39Β. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὡς τὸ Λατ. tardus, βράσσων νόος Ἰλ. Κ. 226· ἐπιλήσμων καὶ βρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 129· ἀντίθετον τῷ ἀγχίνους, Πλάτ. Φαίδρ. 239Α· μετ᾽ ἀπαρ., προνοῆσαι βραδεῖς Θουκ. 3. 38· τὸ βρ. καὶ μέλλον, ἡ βραδύτης καὶ τὸ ἀναποφάσιστον, ὁ αὐτ. 1. 84. - Ἐπίρρ., βραδέως βουλεύεσθαι αὐτόθι 78. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀργός, Ἱππ. ὡς ἀνωτ., Σοφ. Τρ. 395, Θουκ. 7. 43· οὕτως ἐπὶ ὁδοιπορίας, βραδεῖαν… ὁδὸν πέμπων Σοφ. Αἴ. 738· ἐπίρρ., Πλάτ. Φαίδρ. 233C· ἓως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας Διογ. Λ. 2. 139.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
1 lent ; en parl. du caractère lent, tranquille, indolent ; τὸ βραδὺ καὶ τὸ μέλλον THC habitudes de lenteur et de temporisation ; avec un inf. προνοῆσαι βραδύς THC lent à prévoir;
2 tardif;
Cp. βραδύτερος (poét. βαρδύτερος) ou βραδίων ; Sp. βραδύτατος (poét. βάρδιστος).
Étymologie: cf. skr. mrdus.