κιννάμωμον

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννᾰμωμον Medium diacritics: κιννάμωμον Low diacritics: κιννάμωμον Capitals: ΚΙΝΝΑΜΩΜΟΝ
Transliteration A: kinnámōmon Transliteration B: kinnamōmon Transliteration C: kinnamomon Beta Code: kinna/mwmon

English (LSJ)

τό, = Hebr.

   A [kudot ]innamon, a superior kind of cassia, Cinnamomum Cassia, Hdt.3.111, Thphr.HP9.5.1, PSI6.628 (iii B.C.), OGI 214.59 (Didyma, iii B.C.), etc.: κῐνάμωμον, D.P.945 (pl.), also in codd. of D.S.1.91, v.l. in Hdt.l.c.; cf. κίνναμον.    II name of a fabulous Indian bird, said to make its nest of twigs of κιννάμωμον (cf. κινναμολόγος), Arist.HA616a6, Antig.Mir.43, Ael.NA2.34.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, auch κινάμωμον, D. Per. 945, u. κίναμον, s. oben, Zimmt, die würzige Rinde des Zimmtstrauches, der auch selbst so heißt; Theophr., Diosc. u. a. Sp. Nach Her. 3, 111 ein Fremdwort, das er selbst durch κάρφη, »dünne, dürre Reiser« übersetzt.

Greek (Liddell-Scott)

κιννάμωμον: τό, ἡ «κανέλλα», Ἡρόδ. 3. 111, ὅστις λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβον τὸ ὄνομα τοῦτο παρὰ τῶν Φοινίκων· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ ὀνόματος·kinnâmôn· (οὕτω καὶ ἄλλων ἀρωμάτων τὰ ὀνόματα εἶναι Σημιτικά, ὡς κασία = τῷ Ἑβρ. quštzîâh· λιβανωτός = levônâh· μύρρα = môrâh, môr· λήδανον = lôth, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 112, ἔνθα λέγει ὅτι τὸ λάδανον εἶναι λέξις Ἀραβική). Τὸ κιννάμωμον ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῶν Ἀράβων, εἶναι δὲ τὸ laurus cinnamomum, τῆς Κεϋλάνης· ― κασία, ὁ φλοιὸς τῆς laurus cassia τῆς Μαλαβάρης εἶναι πρᾶγμα κατώτερον καὶ πολλῷ διάφορον. Γράφεται κινάμωμον, χάριν τοῦ μέτρου ἐν Διον. Π. 945 (εὕρηται ὡσαύτωςτύπος οὗτος ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Διοδ. 1. 91, Ἀρρ. Ἰνδ. 32, Ἀν. 20, 2), κίναμον, Νικ. Θηρ. 947. ΙΙ. τὸ κ. ὄρνεον, τὸ αὐτὸ καὶ κινναμολόγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5, Ἀντίγ. Καρ. 49.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cinname ou cannelier, arbre.
Étymologie: mot phénicien selon HDT ; DELG cf. hébr. qinnamon.