Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θέρω

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρω Medium diacritics: θέρω Low diacritics: θέρω Capitals: ΘΕΡΩ
Transliteration A: thérō Transliteration B: therō Transliteration C: thero Beta Code: qe/rw

English (LSJ)

   A heat, make hot, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην A.R.4.1312; θέρων ἕλκος,= θεραπεύων, Nic.Th.687:—elsewh. only in Pass. θέρομαι, fut. Med. θέρσομαι Od.19.507: aor. 2 ἐθέρην (in Ep. subj. θερέω 17.23): poet. and later Prose, become hot or warm, νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι 19.64, cf. 507; ἐπεί κε πυρὸς θερέω at the fire, 17.23; θέρου warm your self, Ar.Pl.953; ὁπόταν . . τις . . ποτὲ ῥιγῶν θέρηται Pl. Phlb.46c; εἶδον [Ἡράκλειτον] θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Arist.PA645a19: impf. ἐθέροντο Philostr.VA2.18, Alciphr.1.23; θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Luc.Lex.2: metaph., θέρεσθαι πυρί, of love, Call.Epigr.27, cf. APl. 4.167 (Antip. Sid.).    2 of things, become warm, τὰ ψυχρὰ θέρεται Heraclit. 126, cf. Archel. ap. Plu.2.954f; μὴ . . ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται be burnt by fire, Il.6.331, cf. 11.667; melt, ἁ πέτρα θρυπτομένα θέρεται AP12.61. (g[uglide]her-, cf. θερμός, Lat. formus and prob. Engl. warm.)

German (Pape)

[Seite 1202] fut. θέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch ἕλκος, Nic. Th. 687. – Gew. med. θέρομαι, θέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐθέρην, conj. θερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' ἐπεί κε πυρὸς θερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; θερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο θέρεσθαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; θέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ πέτρα θέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα θέροιτο Antp. Sid. 31 (Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ θέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, ὁπόταν ῥιγῶν θέρηται καὶ θερμαινόμενος ἐνίοτε ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θέρω: (ἴδε ἐν τέλ.), θερμαίνω, ζεσταίνω, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312˙ θέρων ἕλκος = θεραπεύων, Λατ. fovens ulcus, Νικ. Θ. 687: - ἀλλαχοῦ, ΙΙ. μόνον ἐν τῷ Παθ. θέρομαι, μετὰ Μέσ. μέλλ. θέρσομαι, Ὀδ. Τ. 507˙ ἀόρ. β΄ ἐθέρην (ἐν Ἐπ. ὑποτακτ. θερέω ἀντὶ θερῶ, Ρ. 23): - Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει ἐνιαχοῦ καὶ παρὰ πεζοῖς), γίνομαι ζεστός, θερμός, θερμαίνομαι, νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι Γ. 64, πρβλ. 507˙ ἐπεί κε πυρὸς θερέω, πυρὶ θερμανθῶ, Ρ. 23 οὕτω βραδύτερον, θέρου, θερμαίνου, ζεσταίνου, Ἀριστοφ. Πλ. 953˙ ὁπόταν... τις... ῥιγῶν ποτε θέρηται Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 46C εἶδον Ἡράκλειτον θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 5, 6˙ θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Λουκ. Λεξιφ. 2˙ θέρεσθαι πυρί, ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπ. 26˙ παρατατ. ἐθέροντο Φιλόστρ. 69, Ἀλκίφρων 1. 23. 2) ἐπὶ πραγμάτων, γίνομαι θερμός, Ἀρχέλ. παρὰ Πλουτ. 2. 954F μὴ... ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται, μήπως καῇ διὰ πυρός, Ἰλ. Ζ. 331, πρβλ. Λ. 667. (Ἐκ τῆς √ΘΕΡ παράγονται ὡσαύτως τὰ θέρος, θερίζω, θέρμω, θερμός, θερμαίνω (ὡσαύτως ἴσως θάλπω, καὶ θεράπων, θεραπεύω)˙ πρβλ. Σανσκρ. ghar (lucere), ghar-mas (fervor)˙ Λατ. for-nus, for-nax, for-ceps, καὶ ἴσως fer-vo, ferveo, febris Γοτθ. war-mjan (θάλπειν)˙ Ἀρχ. Σκανδιν. var-mr, Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Ἀρχ. Γερμ. war-am (Ἀγγλ. warm), κτλ.)

French (Bailly abrégé)

inus. en prose à l’Act.
1 échauffer, brûler;
2 fomenter, tenir chaud;
Moy. v. θέρομαι.