χέρσος

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέρσος Medium diacritics: χέρσος Low diacritics: χέρσος Capitals: ΧΕΡΣΟΣ
Transliteration A: chérsos Transliteration B: chersos Transliteration C: chersos Beta Code: xe/rsos

English (LSJ)

later Att. χέρρος, ἡ,

   A dry land, opp. water, ἐπὶ χέρσου, opp. ἐν πόντῳ, Od.10.459, cf. 15.495; κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147; λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα 6.95; κῦμα . . βοάᾳ ποτὶ χ. Il.14.394; κῦμα . . χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει 4.425; χέρσον ἱκέσθαι Od.9.486, 542; ἐπὶ χέρσω Sapph.Supp.9.10; κατὰ χέρσον A.Pers.873 (lyr.), E.IT884 (lyr.); χέρσῳ on or by land, A.Pers.977 (lyr.), Ag.558, E.Hel.1066: prov., ἐν πόντῳ νᾶες, ἐνχέρσῳ πόλεμοι Pi.O.12.4, cf. N.1.62; πολλὰ . . ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ' ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται A.Pers.707 (troch.); πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χ., of the realm of Hades, Id.Th.860(lyr.).—In Hom. the gender cannot be determined, fem. Pi.Fr.75.17 (dub.l.), A.Supp.31 (anap.), Thphr.CP3.13.3, D.S.3.15, etc.: pl., ἐν ταῖς χέρσοις on barren soils, Thphr.HP8.6.4.    II after Hom. as Adj., χέρσος, ον, dry, firm, of land, Hdt.2.99; Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον to the mainland of Europe, Pi. N.4.70; ἐν κονίᾳ χέρσῳ, opp. πόντῳ, ib.9.43.    2 dry, hard, barren, τῆς χώρης ἐούσης χ. Hdt.4.123; στύφλος δὲ γῆ καὶ χ. S.Ant.251; παραδοῦναι [τὴν γῆν] χέρρον, i.e. ψιλήν, without a crop on it, IG22.2492.16; χ. καὶ ἄκανθα ἔσται ἡ γῆ LXX Is.7.24; χέρσα waste places, A.Fr.189; χ. λιμήν a harbour left dry, AP9.427 (Barb.): freq. in Pap., PAmh.2.31.12 (ii B. C.), etc.    3 metaph., barren, of women, χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους S.OT1502.    b c. gen., barren of, πυρὰ χέρσος ἀγλαϊς μάτων E.El.325. (Cf. Skt. hár[snull ]ate 'become stiff, bristle', Avest. zarštva- 'stone', Lat. horreo.)

German (Pape)

[Seite 1351] ἡ, auch ὁ, att. χέῤῥος, 1) das feste Land, im Ggstz des Wassers, bes. des Meeres; oft bei Hom., bei dem das Genus nicht zu erkennen ist; οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il. 14, 394; ἐν πόντῳ im Ggstz von ἐπὶ χέρσου Od. 10, 459, vgl. 11, 401; κύματα μακρὰ κυλινδομενα προτὶ χέρσον 9, 147; ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Pind. Ol. 12, 3, u. öfter, wie Tragg., z. B. Aesch. Pers. 693. 852 Ag. 544 Eur. Hipp. 149 I. T. 884; im Ggstz von ἅλς Bian. 2 (IX, 227), ἐπὶ τῆς χέρσου D. Sic. 1, 87. – Bes. auch unbebau'tes, wüstes, unfruchtbares Land, Sp. – 2) als adj., festländisch; Her. 2, 99; χέρσος Εὐρώπα, das Festland von Europa, Pind. N. 4, 20; κονία 9, 43; – unbebau't, wüst, unfruchtbar; τὰ χέρσα Aesch. frg. bei B. A. 1167; Soph. στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος Ant. 251; Her. 4, 123; vgl. Inscr. 93; – übertr. vom weiblichen Geschlecht, unverheirathet, kinderlos, δηλαδὴ χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾶς χρεών Soph. O. R. 1502; – übh. leer, τινός, z. B. πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων Eur. El. 323. – Verwandt mit χῆρος, ξηρός, σχερός.

Greek (Liddell-Scott)

χέρσος: νεώτερ. Ἀττικ. χέρρος, ἡ, ξηρὰ γῆ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν πόντῳ, Ὀδ. Κ. 459, πρβλ. Ο. 495· κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον Ι. 147· λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα Ζ. 95· κῦμα .. βοάᾳ ποτὶ χ. Ἰλ. Ξ. 394· κῦμα.. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Δ. 425· ἢ ἁπλῶς, χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542· οὕτω, κατὰ χέρσον Αἰσχύλ. Πέρσ. 871, Εὐρ. Ι. Τ. 884· παροιμ., ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5, πρβλ. Ν. 1. 95· - ἁπλῶς, χέρσῳ, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἢ διὰ ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 978, Ἀγ. 558, Εὐρ. Ἑλ. 1069 πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ’ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 707· πάνδοκον εἰς ἀφανῇ τε χ., ἐπὶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἅιδου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 860. - Παρ’ Ὁμήρ. τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ, οὔτε πανταχοῦ παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς· ἀλλὰ κεῖται ὡς θηλυκ. παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 45. 15, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31, καὶ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 13. 3, Διοδ. 3. 15, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς χέρσοις Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 8. 6, 4. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ὡς ἐπίθ., χέρσος, ον, ξηρός, στερεός, ἐπὶ γῆς, Ἡρόδ. 2. 99· Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον, πρὸς τὴν ἠπειρωτικὴν Εὐρώπην, ἢ πρὸς τὴν Εὐρωπαϊκὴν ἤπειρον, Πινδ. Ν. 4. 115· ἐν κονίᾳ χέρσῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόντῳ, αὐτόθι 9. 103. 2) ὡς καὶ νῦν, ξηρός, τραχύς, σκληρός, ἄγονος, ἀκαλλιέργητος, «χέρσος», τῆς χώρης ἐούσης χέρσου Ἡρόδ. 4. 123· στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος Σοφ. Ἀντ. 251· παραδοῦναι [τὴν γῆν] χέρρον, δηλ. ψιλήν, ἄνευ γεννημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 16 χέρσα, ἔρημοι τόποι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 206· χ. λιμήν, ἀποξηρανθείς, Ἀνθ. Π. 9. 427. 3) μεταφορ., ἄγονος, ἄτεκνος, στεῖρος, ἐπὶ γυναικῶν, χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους Σοφ. Ο. Τ. 1502· μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων Εὐρ. Ἠλ. 325. (Πρβλ. ξηρὸς ἐν τέλει).

French (Bailly abrégé)

ος, ον ; néo-att. χέρρος;
I. sec, solide, dur en parlant de la terre, du sol;
II. p. suite :
1 ferme, solide, particul. de terre ferme, continental ; ἡ χέρσος (γῆ) la terre ferme, le continent : ἑπὶ χέρσου OD, κατὰ χέρσον, χέρσῳ ESCHL sur la terre ferme, sur le continent;
2 stérile, inculte, qui est en friche ; fig. stérile, privé d’enfants.
Étymologie: R. Χερ, manquer de ; cf. χέρης.