μετακαθίζω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
A shift one's position, Sch.Il.13.281, Sch.Ar.V.397. 2 metaph., shift one's ground in argument, S.E. M.1.215; change sides, pass over, εἴς or πρός τινα, J.AJ18.6.6, 19.1.10.
German (Pape)
[Seite 147] (s. ἵζω), umsetzen, anderswohin setzen, Schol. Il. 13, 281; intr. übertr., μετακαθίσαντες, S. Emp. adv. gramm. 215.
Greek (Liddell-Scott)
μετακαθίζω: καθίζω ὁτὲ μὲν ἐδῶ ὁτὲ δὲ ἐκεῖ, δὲν δύναμαι νὰ μείνω ἥσυχος ἐν τῇ θέσει μου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 281. ΙΙ. μεταβάλλω γνώμην, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 215.
Greek Monolingual
μετακαθίζω (ΑM)
αλλάζω θέση
αρχ.
1. κάθομαι άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, δεν μένω στη θέση μου
2. αλλάζω γνώμη
3. προσχωρώ σε κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου.