μύρμηξ
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ηκος, Dor. μύρμαξ, ᾱκος, ὁ,
A ant, Hes.Frr.14.5,76.4, Theoc.9.31, 15.45, 17.107, etc.: metaph., ναῦται θαλάσσης μύρμηκες Aeschrio 2. 2 μύρμηκος ἀτραποί, = μυρμηκιά 11.2, Ar.Th. 100. II fabulous animal in India, Hdt.3.102; οἱ χρυσωρύχοι μ. Str.2.1.9; λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν Id.16.4.15, cf. Agatharch. 69, Ael.NA3.4. III hidden rock in the sea, Lyc.878; esp. on the Thessalian coast between Sciathus and Magnesia, Hdt. 7.183; off Smyrna, Plin.HN5.119 (pl.). IV a sort of gauntlet or cestus with metal studs or nails like warts (μυρμηκίαι) on it, Poll.3.150. (Cf. βόρμαξ, ὅρμικας, Skt.vamrás, Avest.maoiriš, OIr.moirb, OSlav. mrav[icaron]ji, ONorse maurr, Engl. (pis-)mire, Lat.formica: I.-E. forms perh. momro-, momrīˇ-, memro- 'ant'.)
German (Pape)
[Seite 220] ηκος, ὁ, 1) die Ameise; ὥςτ' ἀήσυροι μύρμηκες, Aesch. Prom. 451; μύρμηκος ἀτραποί, Ar. Th. 100, komisch von seinen, verschlungenen Modulationen; Droysen »Ameisenläufe phantasirt er«. S. μυρμήκια. – 2) γυιοτόρος, eine Art caestus, Fausthandschuh mit hervorragenden metallenen Buckeln, wie Warzen, μυρμήκια, Christod. ecphr. 225. – 3) ein vierfüßiges, indisches Raubthier aus dem Löwen-od. aus dem Hundegeschlecht, Ael. H. A. 7, 47; vgl. Her. 3, 102. – 4) eine verborgene Klippe im Meere, Lycophr. 878. 890; bes. eine solche unweit der thessalischen Küste zwischen Skiathos u. Magnesia, Her. 7, 183. – Vgl. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μύρμηξ: -ηκος, ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 22. 5., 37. 4 (πρβλ. μύρμος)· ὁ πτερωτὸς ἄρρην ἐκαλεῖτο νύμφη· - περὶ τῆς φράσεως μύρμηκος ἀτραποί, ἰδὲ ἐν λέξ. μυρμηκιά. ΙΙ. ζῷόν τι ἁρπακτικὸν ἐν τῇ Ἰνδικῇ, πιθ. ἐκ τῶν λεοντοειδῶν, (πρβλ. μυρμηκολέων), Ἡρόδ. 3. 102· οἱ χρυσώρυχοι μ. Στράβ. 70· λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν ὁ αὐτ. 774, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 4. ΙΙΙ. βράχος κεκρυμμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὕφαλος (πρβλ. χοιράς), Λυκόφρ. 878: μάλιστα ἐπὶ τῆς Θεσσαλικῆς ἀκτῆς τῆς μεταξὺ Σκιάθου καὶ Μαγνησίας, Ἡρόδ. 7. 183. ΙV. εἶδός τι χειροκτίου πρὸς πυγμαχίαν cestus, ἔχοντος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μετάλλινα καρφία σχηματίζοντα μυρμηκιὰν οὕτως εἰπεῖν, Χριστοδ. Ἔκφρ. 224, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 150. (Ρίζα τις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ mur ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ζενδ. λέξει maoir-i, Ἀρχ. Σκανδ. maurr, Χυδ. Γερμ. mier-e (pis-mire, Σλαυικ. mrav-ij· εἶναι δύσκολον νὰ μὴ πιστεύῃ τις τὴν ταυτότητα τοῦ Λατ. formīc-a μετὰ τοῦ Ἑλλ. μύρμηκος, ἂν καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν γραμμάτων f καὶ μ παρουσιάζει δυσκολίας).
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ) :
1 fourmi, insecte;
2 sorte de quadrupède de l’Inde.
Étymologie: cf. lat. formica.