ὁπότε
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
Ep. ὁππότε, both in Hom. ; Ion. ὁκότε; Cyrenaic ὁπόκᾰ Berl.Sitzb.1927.164 ; in Dor. Poets ὁππόκᾰ Theoc.5.98 : Adv. of Time, correlat. to πότε, used much
A like ὅτε, exc. that the sense is less definite (cf. X.Cyr.1.6.3), though the two were freq. used without distinction : I Relat., with the ind., mostly with reference to the past, when, Il.1.399,3.173, etc. ; the ind. ἦστε is omitted, 8.230 : in Class. Att. Prose only ὅτε is so used, when referring to a particular time, but later ὁπότε returns, as ὁπότε περιῆν when she was alive, POxy.243.10(i A. D.): with the pres. in a simile, ὡς δ' ὁπότε . . ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι Il.11.492 : with subj., like ὁπόταν, with reference to an indef. number of occasions in the pres. or to the future, ὁππότ' Ἀχαιοὶ Τρώων ἐκπέρσωσ' εὖ ναιόμενον πτολίεθρον 1.163, cf.13.817, 21.112, Od.14.170, Hes.Th.782 : sts. in similes, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ Il.11.305, cf. Od.4.335 ; but ὁπότ' ἄν, Ep. ὁπότε or ὁππότε κεν, is more common with subj., and in Att. Prose ἄν must be used, v. ὁπόταν: Cyrenaic ὁπόκα κα δήληται Berl.Sitzb. l. c. 2 with opt. : a to express an event that occurred often, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Il.3.233, cf. 10.189, 15.284, Od.11.591, Th.1.99,2.15, Pl.Smp.220a, X.An.3.4.28. b after a verb of waiting, of a time future relatively to the past, ἷζε . . δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Il.2.794, cf. 4.334,7.415,9.191,18.524. c in orat. obliq., S.Tr.824 (lyr.), X.An.4.6.20 ; in implied orat. obliq., Od.24.344 (of a past promise) ; ἀποδοτέον . . ὁ. μανεὶς ἀπαιτοῖ we were not [as you remember] to... Pl.R.332a. d where the principal clause has an opt., μηδ' ἀντιάσειας ἐκείνῳ ὁππότε νοστήσειε Od.18.148, cf. Pl.R.396c, X.Cyr.1.6.3. II in indirect questions, with ind., ἦ ῥά τι ἴδμεν . . ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται; when he is to return, Od. 4.633 ; εἰς ὁ. by what time, Aeschin.3.99 : rarely after a past tense, προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί, ὁππότε δὴ . . ἐφήσει (for ἐφείη, v. supr. 1.2 b) Od.20.386 ; εἰς σὲ βλέψαι καὶ τὸν ταμίαν ὁπότ' ἄριστον παραθήσει Ar.V.613. III ὁποτεοῦν at any time whatever, Arist.Metaph. 1049a1. B in causal sense, because, since, with ind., Thgn.749 (s. v.l.), Hdt.2.125, Pl.Lg.895c, etc. ; also ὁπότε γε S.OC1699 (lyr.), X.Cyr. 8.3.7.
German (Pape)
[Seite 362] ep. ὁππότε, ion. ὁκότε, correl. zu πότε, relativ u. indirect fragend, dann wann, wenn, als; – c. indic., Hom. u. Folgde überall; οὐδ' ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε μ' ἀνεγεῖραι, ὁππότ' ἐκεῖνος ἔβη, als jener ging, Od. 4, 729; ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ' ἐκ Πύλου, wissen wir, wann Telemach heimkehrt, ib. 633; Hes. O. 496 Th. 431. 595; Pind. Ol. 1, 37 u. öfter; ὁπότε γε καὶ τὸν ἐν χεροῖν κατεῖχον, da ich ja, Soph. O. C. 1696; Plat. Prot. 356 e Polit. 301 d u. sonst; – häufig im Vergleich, ὡς ὁπότε, wie wenn, Il. 11, 492. 23, 630; in welcher Vrbdg auch der conj. dabei steht, Il. 11, 305 Od. 4, 335. 17, 126; vgl. Heyne exc. IV zu Il. IX; – in der Betheuerung, ὡς ὄφελεν θάνατός μοι ἁδεῖν, ὁππότε υἱέι σῷ ἑπόμην, Il. 3, 173; – c. ἄν u. conj., zeitbedingend, dann, wann, so oft als, Il. 16, 62. 20, 316. Daher ist Il. 21, 340 ὁπότ' ἂν δὴ φθέγξομ' ἐγών conj., wie ἱμείρεται Od. 1, 41; ὁππότε κεν – θήσει, Od. 16, 282, ist ein verdächtiger Vers. – Nach Homer wird daraus ὁπόταν, welches m. vgl.; einzeln findet sich auch der conj. ohne ἄν in dieser Vbdg, ὁππότ' ἐγώ περ ἴω, Il. 16, 245; ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ, Od. 14, 170; Hes. Th. 435. 782; ὁπότ' ἀθρήσωσιν, Qu. Sm. 7, 410; – c. optat. in indirecter Rede, Soph. Trach. 821, Plat. Theaet. 143 c, Xen. An. 4, 6, 20; od. Ausdruck der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, so oft, πολλάκι μιν ξείνισσεν, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο, Il. 3, 233; ὁπότε ἀναγκασθείη, πάντας ἐκράτει, Plat. Conv. 220 a; ὁπότε τις εἴποι τὸ μὴ ὄν, ἀκριβῶς ᾤμην ξυνιέναι, Soph. 243 b; πάλιν δὲ ὁπότε ἀπίοιεν, ταὐτὸ ἔπασχον, Xen. An. 3, 4, 28, vgl. 7, 7, 6; εἰώθει γοῦν, ὁπότε δεῦρ' ἐμβάλλοι, Cyr. 2, 1, 5; auch ὁπότε πρῶτον ὑμῶν τῳ σοφῶν ἐντύχοιμι, Plat. Hipp. mai. 286 d, sobald ich nur. Erst bei Sp. so auch in Beziehung auf die Gegenwart, Luc. D. mort. 21, 1. – Auch wie quoniam, da, da einmal, ὁπότε ἐνταῦθά ἐσμεν τοῦ λόγου, τόδε ἀποκρινώμεθα, Plat. Legg. X, 895 b; τότε μὲν ἦτε ἀγαθοί, νῦν δ', ὁπότε περὶ τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὁ ἀγών ἐστι, πολὺ προσήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; χαλεπὰ τὰ παρόντα, ὁπότε στρατηγῶν τοιούτων στερόμεθα, da wir solcher Feldherren beraubt sind, 3, 2, 2, vgl. Cyr. 6, 1, 8; u. so ὁπότε γε, da ja, An. 7, 6, 11, μέγας δὴ σύ γε, ὁπότε γε καὶ ἡμῖν τάξεις, ἃ ἂν δέῃ ποιεῖν, Cyr. 8, 3, 7; – ἦν δὲ ὁπότε, bisweilen, Xen. An. 4, 2, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπότε: Ἐπικ. ὁππότε, ἀμφότερα παρ’ Ὁμήρῳ: Ἰων. ὁκότε· παρὰ τοῖς Δωρ. ποιηταῖς ὁππόκᾰ, Θεόκρ. 5. 98., 24. 128. - Ἐπίρρ. χρόνου συσχετικὸν τοῦ πότε, ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὅτε, πλὴν ὅτι κυρίως ἡ ἔννοια εἶναι ἧττον ὡρισμένη (πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3), ἂν καὶ καθόλου ἀμφότερα εἶναι ἐν χρήσει ἀδιακρίτως· Ι. ἀναφορ., μεθ’ ὁριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς τὸ παρελθόν, ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι Ἰλ. Α. 299· ὅππότε Τηλέμαχος νεῖτ’ ἐκ Πύλου ἡμαθόεντος Ὀδ. Δ. 633, κτλ· ἡ ὁριστ. ἦμεν παραλείπεται, Ἰλ. Θ. 230· μετὰ τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παρομοιώσεως, ὡς δ’ ὁπότε ... ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν Λ. 492· - εἰς ὁπότε, μετὰ μέλλ., ὡς τὸ Ἐπικ. εἰσόκε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, τολμᾷ λέγειν εἰς ὁπότ’ ἔσται Αἰσχίν. 67. 39· - μεθ’ ὑποτακτ., ὡς τὸ ὁπόταν, ἐν σχέσει πρὸς τὸ μέλλον, ὁππότ’ Ἀχαιοὶ Τρώων ἐκπέρσωσ’ ἐὺ ναιόμενον πτολίεθρον Ἰλ. Α. 163, πρβλ. Ν. 817, Φ. 112, Ὀδ. Ξ. 170, Ἡσ. Θ. 782· ἐνίοτε ἐν παρομοιώσεσιν, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ Ἰλ. Λ. 305, πρβλ. Ὀδ. Δ. 335, Ρ. 126· - ὡσαύτως, ὁπότε περ Ἰλ. Π. 245· - ἀλλὰ τὸ ὁπότ’ ἄν, Ἐπικ. ὁπότε ἢ ὁππότε κεν, εἶναι συνηθέστερον μετὰ τῆς ὑποτακτ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ ἂν ἀναγκαίως δέον νὰ ὑπάρχῃ, ἴδε ἐν λ. ὁπόταν. 2) μετ’ εὐκτ. ἐν σχέσει πρὸς τὸ παρελθόν, ὁποτεδήποτε· α) εἰς δήλωσιν γεγονότος συμβάντος πολλάκις, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Ἰλ. Γ. 233, πρβλ. Κ. 189, Ο. 284, Ὀδ. 591, κτλ· οὕτω καὶ Ἀττ., Θουκ. 1. 99., 2. 15, Πλάτ. Συμπ. 220Α, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 28· οὕτω, μέχρι τοσούτου ὁπότε, μέχρι τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ..., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23· - ἐνίοτε ἐπὶ τυχαίων συμβεβηκότων οὐχὶ ἐν τῷ παρελθόντι, Ὀδ. Πολ. 332Α (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἀπαιτεῖ)· οὕτω ἡγουμένης εὐκτικῆς ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει, Ὀδ. Σ. 148, Πλάτ. Πολ. 396C, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3. β) ἐν πλαγίῳ λόγῳ, Σοφ. Τρ. 124, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 20. ΙΙ. ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν ἢ φράσεσι, 1) μεθ’ ὁριστ., ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται, πότε πρόκειται να ἐπανέλθῃ, Ὀδ. Δ 633· σπανίως παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου, προσεδέρκετο δέγμενος αἰεὶ, ὁππότε δὴ ... ἐφήσει (ἀντὶ ἐφείη, ἴδε κατωτ. 2) Υ. 386 2. μετ’ εὐκτ., ἷζε ... δέγμενος ὁππότε ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν Ἰλ. Β. 794, πρβλ. Δ. 331, Ι. 191, κτλ.· ΙΙΙ. ὁποτεοῦν, καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 1. Β. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασ., ἐπειδὴ, ἀφοῦ, ὡς τὸ Λατ. quando ἀντὶ quoniam, μεθ’ ὁριστ., Θέογν. 747, Ἡρόδ. 2. 125, Πλάτ. Νόμ. 895, κτλ· - ὡσαύτως ὁπότε γε, Λατ. quandoquidem, Σοφ. Ο. Κ. 1699, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
épq. ὁππότε;
conj.
I. avec idée de temps quand :
1 dans l’interrog. indir. : ἢ ῥὰ τι ἴδμεν ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται ; OD est-ce que nous pouvons savoir quand Télémaque reviendra ? ; avec l’opt. après un temps secondaire : ἵζε, δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖν Ἀχαιοί IL il était assis attendant que les Grecs se fussent élancés des vaisseaux;
2 au sens relat. : quand par hasard : ἔστιν ὁπότε XÉN il y a des temps où, en bien des cas, etc. ; avec l’opt. obl., pour marquer une énumération : toutes les fois que, aussi souvent que ; en gén. quand, lorsque : ὁπότ’ ἐν Λήμνῳ (s.e. ἦτε) IL lorsque vous étiez à Lemnos;
II. avec idée de cause puisque, comme, avec l’ind. ; ὁπότε γε XÉN attendu que;
III. avec idée de supposition ou de condition si, avec l’ind. ou l’opt.
Étymologie: ὁ-, thème du pron. relat. ὅς et πότε ; ὁππότε de *ὁτπότε de *ὁδπότε de ὁδ- neutre primit.