κρυμοχαρής

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῡμοχᾰρής Medium diacritics: κρυμοχαρής Low diacritics: κρυμοχαρής Capitals: ΚΡΥΜΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: krymocharḗs Transliteration B: krymocharēs Transliteration C: krymocharis Beta Code: krumoxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A delighting in frost, f.l. in Orph.H.51.13 for δρυμο-.

German (Pape)

[Seite 1515] ές, sich der Eiskälte freuend, Hesych., f. l. statt δρυμοχ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῡμοχᾰρής: -ές, εὐαρεστούμενος, τερπόμενος εἰς τὸ ψῦχος, ἡμαρτημ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὀρφ. 50. 12, ἀντὶ δρυμο-.

Greek Monolingual

κρυμοχαρής, -ές (Α)
αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. -χάρ-ην, παθ. αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, νυκτι-χαρής].