νεώ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
Att. gen. and later acc. of νεώς (ναός).
Greek (Liddell-Scott)
νεώ: Ἀττ. αἰτ. τοῦ νεὼς (ναός).
French (Bailly abrégé)
gén. sg. de νεώς¹;
duel de νεώς¹.
Greek Monolingual
(I)
νεῶ, -άω (Α)
1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)
2. (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) νεωμένη (ενν. γῆ)
ο αγρός που αφέθηκε ακαλλιέργητος προσωρινά και τώρα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος ή < νειος «αγρός που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική αλληλεπίδραση και η σύγχυση των δύο οικογενειών].———————— (II)
νεῶ, -όω (Α) νέος
1. ανανεώνω, ανακαινίζω, αλλάζω («τάφους ἐνεώσατο», επιγρ.)
2. (αντί του νεῶ, -άω [Ι])
οργώνω, καλλιεργώ («νεώσατε ἑαυτοῑς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).